Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υφ'όρον παραγραφή αδικημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υφ'όρον παραγραφή αδικημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Αναιρούνται οι αποφάσεις που παύουν υφ'όρον την ποινική δίωξη βάσει ειδικών νόμων - Στροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου υπέρ όσων θέλουν να δικαστούν επί της ουσίας



Επίμετρο:

Με εισηγήτρια μία Δικαστική Λειτουργό, εγνωσμένου κύρους, υποψήφια για την θέση Προέδρου και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αξίζει να προαχθεί σε ανώτατη θέση βάσει των προσόντων της, γνωστή από το παρελθόν για την "αλλεργία" της στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις τύπου Κόκκινου, Κεδίκογλου και το κακό συναπάντημα (ίδ. υπόθεση Σκυφτούλη κ.λπ.). Μία δικαστική λειτουργό που με τις αποφάσεις της εμπεδώνει αυτό που αποκαλείται Δικαιοδοτική Λάμψη.

Δίκη ουσίας στην υπόθεση Μανωλίδου

Ο Κώστας Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση για να δικαστεί παρά την παραγραφή των κατηγοριών

Πηγή: www.documentonews.gr

Η επιμονή του Κώστα Βαξεβάνη να κριθεί επί της ουσίας με νέα δίκη, αν και έπαυσε η ποινική δίωξη σε βάρος του λόγω παραγραφής, σε υπόθεση με μηνύτρια την Ευγενία Μανωλίδου οδήγησε τον Άρειο Πάγο ακόμα και σε … στροφή στη νομολογία του.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας (Ε΄ Ποινικό Τμήμα) στο οποίο -παρά την παύση της ποινικής δίωξης- προσέφυγε ο δημοσιογράφος, εκδότης του Documento, ζητώντας να αναιρεθεί η επίμαχη απόφαση, καθώς πιστεύει απόλυτα στην αθωότητά του, δεν δέχτηκε τον καθαρά τυπικό νομικό λόγο, για τον οποίο ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γρηγόρης Πεπόνης, είχε αρχικώς ζητήσει την απόρριψη της αναίρεσης και αποφάσισε ότι αυτή πρέπει να κριθεί επί της ουσίας της.
Συγκεκριμένα με την υπ’αριθμόν 1246/2019 απόφασή του το Ε΄ Ποινικό Τμήμα που μελέτησε την υπόθεση κατέληξε ότι:
«Απέχει να αποφανθεί επί της αιτήσεως του Κώστα Βαξεβάνη μέχρι την υποβολή εισαγγελικής πρότασης επί των λόγων της αναίρεσης» καθώς ο κ. Πεπόνης, ακολουθώντας την μέχρι τότε θέση της νομολογίας, ήταν απορριπτικός για αμιγώς τυπικούς λόγους, χωρίς να μπει στην ουσία. Σύμφωνα με το σκεπτικό του κ. Πεπόνη, που εν προκειμένω και για πρώτη φορά σε σχετική υπόθεση αίτησης αναίρεσης δεν υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, «η παύση της ποινικής δίωξης είναι υφ’όρον, άρα η απόφαση δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση».
Η ουσία της υπόθεσης
Στις 27 Ιουνίου του 2018 το Β΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθήνας εκδίκασε υπόθεση μήνυσης της Ευγ. Μανωλίδου, συζύγου του Υπουργού της Ν.Δ., Άδωνι Γεωργιάδη, για φερόμενη συκοφαντική δυσφήμησή της, και μάλιστα κατ’εξακολούθηση, από δημοσίευμα της ιστοσελίδας www.koutipandoras.gr, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον προσωπικό λογαριασμό του Κ. Βαξεβάνη στο Twitter.
Στο επίμαχο δημοσίευμα αναφερόταν ότι η Ευγ. Μανωλίδου ήταν στη λίστα Λαγκάρντ, και ως εκ τούτου ο σύζυγός της, Άδωνης Γεωργιάδης, κακώς συμμετείχε στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής για την συγκεκριμένη υπόθεση. Στη δίκη κατέθεσε ως μάρτυρας ο σύζυγος της κ. Μανωλίδου και νυν υπουργός Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδης.
Αν και κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχτηκε ότι η κ. Μανωλίδου ήταν αντιπρόσωπος του πρώην συζύγου της, το όνομα του οποίου περιλαμβανόταν στη λίστα Λαγκάρντ, το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς ο δημοσιογράφος προχώρησε σε σχολιασμό του θέματος με το σκεπτικό ότι της υπόθεσης είχε ήδη επιληφθεί η Βουλή.
Όπως μάλιστα είχε σχολιάσει η κ. Πρόεδρος της έδρας, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε απλώς να έχει δημοσιοποιήσει σχετικό έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο πιστοποιούσε τον ρόλο της Ευγενίας Μανωλίδου στη λίστα Λαγκάρντ, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό.
Με άλλα λόγια, κρίθηκε ότι κακώς ο δημοσιογράφος έκανε τη δουλειά του, αποκαλύπτοντας ότι ένα από τα πρόσωπα που συμμετείχαν (εκτελώντας χρέη ανακριτή) στην προανακριτική επιτροπή για τη λίστα Λαγκάρντ σχετιζόταν με πρόσωπο που εμφανιζόταν (ως αντιπρόσωπος) στη λίστα Λαγκάρντ.
Τελικά το δικαστήριο έκρινε αθώο τον Κ. Βαξεβάνη για την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης της Ευγ. Μανωλίδου, λόγω έλλειψης δόλου, μετέτρεψε το αδίκημα από συκοφαντική σε απλή δυσφήμηση, και ως εκ τούτου έπαυσε υφ’όρον την ποινική δίωξη, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 4411/2016.
Άσκηση αναίρεσης
Επ’αυτής, λοιπόν, της απόφασης ο Κ. Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση, διότι επιθυμούσε κρίση του δικαστηρίου στην ουσία της υπόθεσης, μολονότι το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να παύσει υφ’όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του.
Η αναίρεση του Κ. Βαξεβάνη συζητήθηκε σε συμβούλιο στον Άρειο Πάγο την 1η Μαρτίου 2019, που εξέδωσε πρόσφατα την απόφασή του, αναπέμποντας την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να προτείνει επί των λόγων αναίρεσης, στους οποίους δεν απαντούσε ο κ. Πεπόνης, ενώ θα όφειλε (επικουρικά έστω) να είχε τοποθετηθεί.
Αυτό αναμένεται στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που θα χρεωθεί την υπόθεση, ωστόσο το ενδιαφέρον είναι ότι με την προειρημένη απόφασή του ο Άρειος Πάγος πραγματοποιεί στροφή στη νομολογία του, καθόσον μέχρι την έκδοσή της έκρινε απαράδεκτη την άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης που παύει υφ’όρον την ποινική δίωξη, την οποία θεωρούσε μη οριστική.
Γι’αυτό, άλλωστε, όπως έχει ήδη επισημανθεί, δεν υπήρξε αρχικώς σχετική πρόταση του αντεισαγγελέα κ. Πεπόνη, που ακολουθούσε την μέχρι τότε θέση της νομολογίας.






«Εδραία πεποίθηση της αθωότητάς του»

Ο Διαμαντής Μπασαράς, δικηγόρος του Κώστα Βαξεβάνη στην υπόθεση, δήλωσε σχετικά: «Η απόφαση του Αρείου Πάγου επέλυσε με νομολογιακή στροφή ένα δυσχερές και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον νομικό ζήτημα. Επί της ουσίας της υπόθεσης αναμένουμε τη νέα εισαγγελική πρόταση επί των λόγων αναίρεσης του κ. Βαξεβάνη και την απόφαση του Αρείου Πάγου, που φρονώ ότι θα δικαιώνει τον εντολέα μου. Πέραν αυτών, για την παραγραφή, στην οποία προσομοιάζει ο θεσμός της υφ’όρον παύσης της ποινικής δίωξης, λέγεται ότι είναι το καταφύγιο των ενόχων και ο τάφος των αθώων. Ο κ. Βαξεβάνης άσκησε αναίρεση κατά μίας απόφασης που ουδεμία συνέπεια είχε, αφού με αυτήν έπαυσε υφ’όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του, γεγονός που σημαίνει, αφενός ότι δεν κρύβεται όπισθεν των διατάξεων κανενός ευνοϊκού νόμου , και αφετέρου ότι έχει εδραία πεποίθηση της αθωότητάς του».


Ακολουθεί το πλήρες σκεπτικό της υπ’αριθμόν 1246/2019 απόφασης του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο)


Αριθμός 1246/2019

                  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ (Σε Συμβούλιο)


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη - Εισηγήτρια, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως, Γεράσιμου Βάλσαμου, συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2019, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ, του Χριστόφορου, κατοίκου Αθηνών ..., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αδαμαντίου Μπασαρά, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5175/2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.12.2018 αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 75/2019.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δημήτριος Δασούλας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γρηγορίου Πεπόνη, με αριθμό πρωτ. 43/14.02.2019, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:  

«Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, κατ'άρθρον 513 παρ. 1 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού ... , εναντίον της υπ'αρ. 5175/2.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα κάτωθι:
Κατ'άρθρον 476 του Κ.Π.Δ., μεταξύ άλλων μνημονευόμενων εν αυτώ περιπτώσεων, το ένδικον μέσο είναι απαράδεκτο και όταν στρέφεται κατά βουλεύματος ή αποφάσεως μη υποκειμένων εις τούτο.
Κατά την διάταξη του άρθρου 504 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει την αναίρεση τελεσιδίκου αποφάσεως, με την οποίαν «το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)». 
Κατ' άρθρον 370 του Κ.Π.Δ., «Η ποινική δίκη τελειώνει: α) Με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου, β) Με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει αποβιώσει, γ) Με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρ. 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41 και 55) που απαιτείται για δίωξη». 
Κατά την διάταξη του άρθρου 463 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο δύναται να ασκήσει μόνον εκείνος εις τον οποίον ο νόμος ρητώς παρέχει το δικαίωμα τούτο, ενώ, τέλος, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του ογδόου άρθρου του νόμου 4411/02.8.2016, υπό τον τίτλον παραγραφή και παύση ποινικής διώξεως «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη».
Εν προκειμένω, με την καθ'ης στρέφεται ο αναιρεσείων απόφαση, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, το εκδόν αυτή δικαστήριο έπαυσεν υφ'όρον, κατ'άρθρον 8 παρ. 1 του ν.4411/2016, την κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθηση απλής δυσφημήσεως (άρ. 98 και 362 Π.Κ.), εις την οποίαν αξιόποινη πράξη τούτο (δικαστήριο) κατέληξεν, κατ'επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθησιν συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρ. 98, 363 Π.Κ.), για την οποίαν αρχικώς εισήχθη εις δίκην ο κατηγορούμενος. 
Κατ'άρθρον 362 του Ποινικού Κώδικα, η απλή δυσφήμηση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, στην απασχολούσα δε ενταύθα περίπτωση ετελέσθη την 12.3.2013 και 15.3.2013, ήτοι προ της 31.3.2016.
Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411\2016, δεν είναι καταδικαστική, αφού αποφαίνεται υφ'όρον για την παύση της ποινικής διώξεως, και όχι οριστικώς, δεδομένου ότι, εάν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει εντός δύο ετών από της δημοσιεύσεως του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξεως ο διανυθείς χρόνος από την υφ'όρον παύση της διώξεως μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για την νέα πράξη. Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη, κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, επίσης για τον λόγο που προαναφέρθηκε και, κατά συνέπειαν, σύμφωνα με την προεκτεθείσα ανωτέρω πρόβλεψη του άρθρου 504 του ΚΠΔ δεν υπόκειται σε αναίρεση (Βλ. ΑΠ 12/2017, υπό το καθεστώς του αναλόγου νόμου 4043/2012, προϊσχύσαντος του νόμου 4411/2016).
Πρόδηλον, συνεπώς, τυγχάνει, ότι η κρινομένη υπ'αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.2.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού ..., κατά την δήλωσή του, εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση (άρθρ.504 ΚΠΔ), πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ, 1 Κ.Π.Δ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
I)  Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπ' αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ.
14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2
του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου,...,
εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
II)   Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα νόμιμα δικαστικά έξοδα.
 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης».
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 ν. 4411/2016, «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιο εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...». Το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, μόλις διαπιστώσει ότι η εισαχθείσα προς εκδίκαση υπόθεση αφορά σε ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή που τελέστηκαν μέχρι την 31.3.2016, (εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου), δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, αλλά προβαίνει στην παύση υφ'όρον της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου. Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, γιατί το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, δεδομένου ότι, εάν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη, δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση και αν ασκηθεί αναίρεση, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 476 παρ. 1, 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Ποιν.Δ.).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 5175/2018 απόφαση του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Δικαστηρίου εισήχθη προς εκδίκαση η ποινική υπόθεση για το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο - νυν αναιρεσείοντα αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε βάρος της Ευγενίας Καραγιαννίδου (Μανωλίδου). Το Δικαστήριο εισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και, μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας με την εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, την ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, δεχόμενο ότι «...ναι μεν οι επίμαχοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου - νυν αναιρεσείοντος είναι ψευδείς... πλην όμως ο κατηγορούμενος εύλογα πίστευε τα γεγονότα, που ισχυρίστηκε και διέδωσε, ως αληθινά...», στη συνέχεια, δε, προέβη στην μετατροπή, κατ'επιτρεπτή μεταβολή της πράξης που τελέστηκε, από συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση. Περαιτέρω, διαπιστώνοντας, ότι αληθή υποτιθέμενα τα γεγονότα συνιστούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο ερεύνησε περαιτέρω την υπόθεση και αφενός απεφάνθη ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ήταν ικανοί να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και αφετέρου απέρριψε τον προβληθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου στην αρχή της αποδεικτικής διαδικασίας αυτοτελή ισχυρισμό περί της συνδρομής ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της απλής δυσφημήσεως, κατ'άρθρο 367 παρ. 1 γ' του ΠΚ, το δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτού (κατηγορουμένου) ως δημοσιογράφου.
          Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό της απόφασης εδέχθη κατά πιστή μεταφορά ότι «...η αναφορά περί της συμπερίληψης κάποιου στη λίστα Λαγκάρντ ήταν ικανή να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, δοθέντος ότι στην κοινή γνώμη είχε εδραιωθεί η άποψη ότι οι συμμετέχοντες σε αυτή ερευνώνται για σοβαρές έκνομες ενέργειες φοροδιαφυγής...», ότι «... τα ως άνω δημοσιεύματα βασίστηκαν σε ψευδή και παραπλανητικά γεγονότα, των οποίων ο κατηγορούμενος όφειλε να διακριβώσει την αλήθεια, επιπλέον δε ο τελευταίος δεν κινήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση του καθήκοντος ενημέρωσης του κοινού, αλλά ενήργησε συνειδητά με σκοπό εξύβρισης της εγκαλούσας, δηλαδή με ειδικό σκοπό κατευθυνόμενο στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής της, όπως προκύπτει από τον τρόπο εκδήλωσης της δυσφημιστικής συμπεριφοράς του, καθώς και από το γεγονός ότι οι επίμαχες δυσφημιστικές εκφράσεις δεν συνιστούν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του ως άνω καθήκοντός του...», στη συνέχεια ότι «...όλες τις ανωτέρω εκφράσεις χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, με την έννοια ότι δεν ήθελε να ερευνήσει βαθύτερα το αληθές ή ψευδές των στοιχείων του ρεπορτάζ του, αλλά προέκρινε να πλήξει αυτήν, εμφανίζοντάς την ως εμπλεκόμενη στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και όχι να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του, αποδεχόμενος έτσι να είναι και ψευδή, όπως πράγματι ήταν στην προκείμενη περίπτωση...», και τέλος ότι «...Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών πρέπει κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 β' του ΠΚ, να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής των όρων εφαρμογής της παραγράφου 1 γ' του ιδίου άρθρου...». Στο δε διατακτικό της εν λόγω απόφασης ανέφερε ρητώς ότι «Απορρίπτει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ' του ΠΚ», ήτοι ανέφερε διάταξη που έχει εφαρμογή μόνο επί της απλής δυσφημήσεως, και όχι επί συκοφαντικής τοιαύτης. Τέλος, δε, κατέληξε να παύσει υφ'όρον την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου για το κατ'επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αδίκημα της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, κατ'εφαρμογή του άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4411/2016.
          Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά τις ως άνω παραδοχές ότι ο αναιρεσείων δεν τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των αναφερομένων δυσφημιστικών γεγονότων, προέβη στην εξέταση της ουσίας της κατηγορίας της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε βάρος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και βάσει του σκεπτικού της απόφασης έκρινε, αφενός ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, αφετέρου δε απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως (άρθρ. 367 παρ. 1 περ. γ' ΠΚ) για την ύπαρξη δεδικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε ειδικός σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα. Και ναι μεν δεν περιέλαβε στο διατακτικό της απόφασης διάταξη περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, πλην, όμως, με οριστική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. 
         Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως εκτιμάται, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 363, 362 και 361 Π.Κ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ΄ ΠΚ, και προβάλλοντας συγκεκριμένες αιτιάσεις, στρέφεται κατά των οριστικών διατάξεων της αποφάσεως και συγκεκριμένα, αφενός κατά το μέρος που το δικαστήριο αποφαίνεται για την μετατροπή, κατ'επιτρεπτή μεταβολή, της κατηγορίας από συκοφαντική σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση και αφετέρου κατά της οριστικής διάταξης απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διάταξης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 367 ΠΚ για την ύπαρξη για δεδικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε ειδικός σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα, η οποία διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση του 362 ΠΚ και όχι του 363 ΠΚ, ουδόλως δε πλήττει την διάταξη της υπ'αρ. 5175/2018 απόφασης του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία έπαυσε υφ'όρον, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4411/2016, την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη. 
         Όμως, ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου τούτου, εκτιμώντας ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν έχει ασκηθεί  νομοτύπως, καθόσον στρέφεται κατά αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, η οποία δεν είναι οριστική γιατί, ως προελέχθη, το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, δεν υπέβαλε πρόταση επί της ουσίας της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά εισήγαγε την υπόθεση με πρόταση για απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης (άρθρ. 476 παρ. 1, 463, 504 παρ. 1α, 506 Κ.Ποιν.Δ.)
          Κατόπιν τούτου, και ενόψει των ορισμών των άρθρων 32 παρ. 1 και 138 παρ. 2 και 3 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες για το κύρος της απόφασης που θα εκδοθεί επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή εισαγγελικής πρότασης, το δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την περαιτέρω ουσιαστική έρευνα της από 20.12.2018 αιτήσεως αναιρέσεως του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη μέχρι την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως, που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως για τους λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Απέχει να αποφανθεί επί της από 20.12.2018 αιτήσεως (αρ.πρωτ. 14299/21.12.2018) του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ του Χριστόφορου, κατοίκου Αθηνών για αναίρεση της απόφασης 5175/2018 του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί των λόγων αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2019.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2019.

 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης

  Σημείωση: Η προτεινόμενη τροπολογία-ρύθμιση από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος είναι πολύ δίκαιη, και αποκαταστατική της δικαιοσύνης, στο πλαίσιο πάντοτε ενός νόμου υφ'όρον παραγραφής αδικημάτων, έστω και μικρής κοινωνικής απαξίας, που εκ της φύσεώς του είναι άδικος. Είναι υποχρέωση του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να προωθήσει την εν λόγω προτεινόμενη ρύθμιση, πρό της καταδίκης της χώρας μας από το ΕΔΔΑ.
EΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ             Αθήνα 9-9-2013
ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ                      Αρ. πρωτ.  87  
Κτίριο 16 Γραφείο 204                             
Τηλ. 210 8222548 Fax 210 8254211
Email: eisag@otenet.gr                       
                                              
        
                                                 
ΠΡΟΣ :
                                                                      
           Τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και     
                  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου  
         
       
Θέμα : Προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, 
Με το πρώτο άρθρο  της τροπολογίας με αριθμό 777/5-9-2013 του Υπουργείου σας,  στο προς ψήφιση την 9 & 10-9-2013 Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Αναδιάρθρωση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κ.λπ διατάξεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων», προβλέπεται η υφ’ όρον παραγραφή του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή αντίστοιχης ρύθμισης του Ν 4043/2012, ώστε να επιταχυνθεί η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης και να αποσυμφορηθούν τα ποινικά δικαστήρια από το φόρτο του όγκου τέτοιων υποθέσεων.
(Α) Κατ’ αρχάς επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε την πάγια άποψη της Ένωσής μας ότι δεν αποτελεί δογματικά και συστηματικά ορθή νομοτεχνική πρακτική η κατά καιρούς πρόβλεψη παραγραφής κατηγοριών αδικημάτων, με επίκληση ως δικαιολογητικού λόγου τούτου της επιτάχυνσης της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Είναι αυτονόητο ότι η επιβάρυνση του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης (ΣΠΔ) επέρχεται προεχόντως από την ανορθολογική τάση του νομοθέτη να εγκληματοποιεί και να ποινικοποιεί ακατάσχετα, ευκαιριακά και συστηματικά απαράσκευα συμπεριφορές, με σκοπό μάλλον την άσκηση πολιτικής ξένης με τη λογική του Ποινικού Δικαίου, παρά την καίρια αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου.
Θα πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι η ανά τακτά χρονικά  διαστήματα «αναβίωση» νόμων περί υφ’ όρον παραγραφής του αξιοποίνου ορισμένων αδικημάτων (βλ. τους Ν 3346/2005, 3904/2010 και 4043/2012), πέραν του γεγονότος ότι έχει δεχθεί επιστημονική κριτική, φαίνεται να αδιαφορεί για το κόστος και το δυναμικό των αρχών εφαρμογής του νόμου (αστυνομία, προανακριτικοί υπάλληλοι, εισαγγελείς, δικαστικοί επιμελητές, δικαστήρια), οι οποίες ασχολήθηκαν σε διάφορα χρονικά και διαδικαστικά στάδια με το χειρισμό των παραγραφομένων εν μια νυκτί υποθέσεων.
(Β) Η ειλικρινής και οργανωμένη προσπάθεια αντιμετώπισης της επιβάρυνσης του ΣΠΔ απαιτείται να περιλαμβάνει, κατά την άποψή μας : (i) ενίσχυση της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα να αρχειοθετεί ποινικές υποθέσεις, με παράλληλη αναθεώρηση της αρχής της νομιμότητας για τα αδικήματα ήσσονος σημασίας, (ii) θαρραλέα απεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση συμπεριφορών που δεν θίγουν εμφανώς τους βασικούς όρους της κοινωνικής συμβίωσης, ώστε να απαιτείται να αναχθούν σε ποινικά ενδιαφέρουσες, (iii) διεύρυνση και ευρεία εφαρμογή θεσμών διευθέτησης της ποινικής υπόθεσης κατά παρέκκλιση του ΣΠΔ, συμπεριλαμβανομένου του θεσμού του «plea bargaining», (iv) υιοθέτηση βασικών σημαντικών Συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως της R(87)18 «για την απλούστευση της Ποινικής Δικαιοσύνης», της R(92)16 και της R(2000)22 «για τις κυρώσεις και μέτρα που εκτίονται στην κοινότητας», της R(95)12 «για τη διαχείριση της Ποινικής Δικαιοσύνης»  κ.λπ., ενώ παρεμφερείς προβλέψεις περιλαμβάνονται ήδη σε ποινικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα οποία η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να ευθυγραμμίσει την εσωτερική νομοθεσία της, με τυπικό μάλιστα τρόπο, μετά την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
(Γ) Παρά τις ανωτέρω επιφυλάξεις μας, επιθυμούμε να θέσουμε υπόψη σας και να ζητήσουμε να προωθήσετε άμεσα νέα τροπολογία στο προς συζήτηση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, με την οποία, σε συνέχεια των λοιπών προβλέψεων περί παραγραφής υφ’ όρον κατά το πρότυπο του Ν 4043/2012, θα αντιμετωπίζεται με τρόπο νομικά ορθό το ζήτημα των υποθέσεων ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης που απομένουν «εκκρεμείς» όταν οι αντίθετές τους παραγράφονται υφ’ όρον. Με τις εκκρεμείς αυτές υποθέσεις στο παρελθόν τα δικαστήρια αντιμετώπισαν σημαντικά προβλήματα, αφού θα έπρεπε να «απολογηθούν» στους διαδίκους ότι για λόγους αναγόμενους στη βούληση του νομοθέτη, ο αντίδικός τους «αθωώθηκε» ουσιαστικά, αφού αιφνιδίως η παράβαση στην οποία υπέπεσε «παραγράφηκε» χωρίς προφανή λόγο. Τούτο είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της δυσπιστίας του πολίτη στη Δικαιοσύνη και την απαξίωση στα μάτια του της λειτουργία της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας.
Η προτεινόμενη, επομένως, ρύθμιση τίθεται μετά την παράγραφο (2) του πρώτου άρθρου της τροπολογίας 777/5-9-2013 και έχει ως εξής :
(παρ. 3) «Δικογραφίες για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 229, 224 § 2, 363-362 ΠΚ) που εδράζονται σε μηνύσεις που υπήχθησαν στην παρούσα διάταξη, τίθενται αυτοδικαίως στο αρχείο με πράξη που αρμοδίου Εισαγγελέα, σε οιονδήποτε δικονομικό στάδιο και να ευρίσκονται. Σε περίπτωση αναβίωσης της ποινικής  δίωξης υπό τους όρους και τις προυποθέσεις της παρ. 1 εδ. β’ του παρόντος  άρθρου, η δικογραφία ανασύρεται εκ του αρχείου μη υπολογιζομένου του χρόνου της παρ.1 εδ. γ’ του παρόντος για την παραγραφή.
(4) Προκαταβλητέα δικαστικά έξοδα, ήτοι το παράβολο υπέρ Δημοσίου από  100 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 2 ΚΠΔ και το τέλος πολιτικής αγωγής από 50 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63 ΚΠΔ, επιστρέφονται στον εγκαλούντα από το Δημόσιο Ταμείο κατόπιν αίτησής του στον αρμόδιο Εισαγγελέα η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας 6 (έξ) μηνών από την υφ’ όρον παύση της ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος. Σε  περίπτωση αναβίωσης της ποινικής  δίωξης υπό τους όρους και τις προυποθέσεις της παρ.1 εδ.β’  του παρόντος ο εγκαλών καλείται να δηλώσει εάν επιθυμεί την επανεκκίνηση της ποινικής διαδικασίας, καταβάλλοντας σε αυτή την περίπτωση εκ νέου παράβολο υπέρ Δημοσίου από 100 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46παρ. 2 ΚΠΔ.»
Έχουμε την άποψη ότι αν τέτοια ρύθμιση υιοθετηθεί, θα συμβάλει θετικά στην άρση των συναφών προβλημάτων που συνόδευσαν την εφαρμογή των Ν 3346/2005, 3904/2010και 4043/2012.
Με τιμή
                            Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ε.Ε.
                       Ο Πρόεδρος                                      Ο  Γενικός Γραμματέας
      Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης                Δημήτριος Ζημιανίτης        
        Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου                   Εισαγγελέας Πρωτοδικών

 πηγή: dikastis.blogspot.gr

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...