Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δίκαια δίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δίκαια δίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Απόλυτη ακυρότητα λόγω παράλειψης μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων στην ποινική διαδικασία (Siemens case)

 

 

Σχετικά με την υπόθεση Siemens 

3242/2016 ΕΦ ΑΘ

Ποινική Δικονομία. Κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα. Μη μεταφρασμένο κλητήριο θέσπισμα. Ακυρότητα επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω μη μεταφράσεώς του, καίτοι ο κατηγορούμενος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Προβολή της ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης στο πρωτοβάθμιο, δηλαδή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας από τον Εισαγγελέα. Κάλυψη ακυρότητας σε αντίθετη περίπτωση. Υπερασπίσεως δικαιώματα. ΕΣΔΑ. Επίδοση όλων των ουσιωδών εγγράφων, επί ποινή απολύτου ακυρότητας, σε γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Μεταξύ των ουσιωδών εγγράφων συμπεριλαμβάνεται και το κλητήριο θέσπισμα. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απολογήθηκε στην κύρια ανάκριση με διερμηνέα δεν αναιρεί την υποχρέωση των δικαστικών αρχών να του επιδώσουν μεταφρασμένο το κλητήριο θέσπισμα. Επίδοση κλητηρίου σε αντίκλητο, προς τον οποίο έχει παύσει η σχέση εντολής. Ακυρότητα τέτοιας επιδόσεως. Αναβάλλει τη δίκη, ώστε να επαναληφθούν οι προπαρασκευαστικές διαδικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων, δεδομένου ότι η επίδοση ολόκληρου του βουλεύματος σε επίσημη μετάφραση και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων έπρεπε να γίνει εντός της νόμιμης προθεσμίας πριν από τη δικάσιμο.

ΕΦΑΘ (ΠΟΙΝ) 3242/2016 Δικαστές Σ. Τσιμπέρης, Προεδρεύων, Παγώνα Παναγιώτου, Ευτέρπη Καραχάλιου, Εισαγγελεύς Χ. Τζώνης, Αντεισαγγελεύς, Δικηγόροι Ι. Ηρειώτης, Ν. Βιτώρος, Ι. Μαντζουράνης, Μαρία Αθανασοπούλου, Β. Δημακόπουλος, Τ.- Ι. Μπαλιτσάρης, Ι. Κώτσος, Α. Μαυραγάνης, Εράσμια Νάκα, Αλίκη Καλατζή, Ι. Παπαδογιαννάκης, Κ. Κακόβουλης, Β. Αλεξανδρής, Δ. Βούλγαρης, Όλγα Τσόλκα, Π. Νιάδης, Μαρία - Πηνελόπη Λιακόγκονα, Μ. Ζαφειρόπουλος, Χ. Κομπιλίρης, Δ. Γκούσκος, Π. Γκούσκος, Ι. Πορτικάλης, Χ. Κολοβός, Ι. Μαρακάκης, Ν. Κουμουλέτζος, Θ. Μαντάς, Σωτηρία Ζωγράφου, Ι. Σχινάς, Α. Καϋμενάκης, Αικατερίνη Χριστογιάννη, Π.- Κ. Βασιλακόπουλος, Μ. Βασιλα­ κόπουλος, Γ. Δημήτραινας, Μαριάννα Λεωνιδάκη, Σ. Καλαμίτσης, Αθηνά Κατράκη, Ν. Δαμασκόπουλος, Α. Μαραγκός, Α. Βαρλάμης, Η. Μπίσιας, Χ. Καπαρουνάκης, Χ. Γάτος, Σ. Χρη- στακάκης, Ο. Φίλος, Α. Τριαντάφυλλου, Α. Χαραλαμπάκης, Μαρία Σαξώνη, Α. Πάρσαλης, Καλλιρόη Δημοπούλου, Β. Καρκαζής, Π. Κατσαρός, Ι. Γιαννίδης, Ν. Scharf, Αναστασία Καίσαρη, Ι. Μανουσάκης, Β. Αρβανίτης, U. Freiherr von Saalfeld, Η. Αναγνωστόπουλος, Ι. Τολάκης, Α. Παπαστεριόπουλος, Ι. Παπαδάτος, Ιωάννα Αναστασοπούλου, Ειρήνη Τσαγκαράκη, Άννα Παπαδοπούλου, Δ. Τσοβόλας, Λυδία Τσοβόλα, Ι. Ζαβαλιάννης, Σ. Κατσέλης, Σ. Μουζακίτης, Α. Τζαννετής, Φωτεινή Σμυρνιωτάκη, Χ. Φιλιππούσης, Ειρήνη Βένιου, Χ. Αργυρόπου­λος, Γ. Δαρμάρος, Δ. Γαβουνέλης, Π. Αθανασόπουλος, Νίκη Αθανασοπούλου, Μαρία Ιωαννίδου, Σ. Πολύχρονης, Λ. Μίχος, Χ. Μηλιάς, Στυλιανή Ανδρικοπούλου, Ι. Ζαΐμης [...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 ΚΠΔ συνάγεται ότι η κυρία διαδικα­σία αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδι­κασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλητηρίου θεσπίσματος, ή στις περιπτώσεις των άρ. 314, 315 παρ. 3-4 (και αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο) με την επίδοση κλήσης, είτε με την εμφάνιση του κατηγορού­μενου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του (ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1827/2003, ΑΠ 1668/2002). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρ. 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ`, 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρ. 6 παρ. 3 εδ. α` της ΕΙΔΑ προστατευόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρό­τητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, είναι σχετική και καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δηλα­δή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της έφεσης από τον εισαγγελέα και πριν από την εξέταση οποιουδή­ποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα (βλ. ΑΠ 137/2015, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 440/2013, ΑΠ 537/2012, Μ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ, έκδ. 2008, σελ. 647 αριθμ. 21). Σε περίπτωση δε που οι αντιρρήσεις προταθούν έγκαιρα και γίνουν δεκτές, το δικαστήριο κηρύσσει άκυρη την κλήση ή το κλητήριο θέσπισμα και απαράδεκτη τη συζήτηση. Ειδικότερα, κατά τις διατά­ξεις των άρ. 320-321 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο δικαστήριο για να δικαστεί, πρέπει απαραίτητα να περιέχει πέραν των άλλων στοιχείων και ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Κατά δε το άρ. 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει, κατά το άρ. 28 του Συντ., υπερνομοθετική ι­σχύ, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί στην πιο σύντομη προθεσμία λεπτομερώς στη γλώσσα που κατανοεί την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να τύχει δωρεάν παράστασης διερμηνέα, αν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Συνα­φής είναι και η διάταξη του άρ. 14 παρ. 3 εδ. α` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), κατά την οποία «κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες εγγυήσεις, να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν σε γλώσσα που κατανοεί και λεπτομερώς τη φύση και τους λόγους της κατηγο­ρίας εναντίον του». Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που εισάγεται σε δίκη σε ξένη χώρα και α­γνοεί τη γλώσσα που ομιλείται στη χώρα αυτή, προκύπτει ότι και κατά το νομικό καθεστώς, που ίσχυε πριν την προσθήκη με το Ν. 4236/2014 του άρ. 236Α ΚΠΔ, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, επί κλητηρίου θεσπίσματος και παραπεμπτικού βουλεύματος απαιτείται, με ποινή ακυρότητας (άρ. 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ), μαζί με αυτά να επιδίδεται και επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που εννοεί ο κατηγορούμενος, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν την κατηγορία (ΑΠ 2014/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ΠοινΔικ 2004, 541, ΑΠ 572/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ, 41, ΑΠ 691/1983 ΠοινΧρ ΛΓ`, 928, ΑΠ 152/1981 ΠοινΧρ ΛΑ`, 545), όχι όμως και επί άλλων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, για τα οποία δεν απαιτείται η επίδο­ση αυτών να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος και συνεπώς σε τέ­τοια περίπτωση δεν καθίσταται άκυρη η επίδοση του εγγρά­φου, όταν δεν επιδίδεται ταυτόχρονα επίσημη μετάφρασή του (ΑΠ 2014/2009, ΑΠ 645/2004, ΑΠ 185/2004 ό.π.).Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα έχει ήδη απολογηθεί στον ανακριτή με συνήγορο και διερμηνέα στη γλώσσα που κατανοεί δε δύναται να καλύψει την ως άνω ακυρότητα σε περίπτωση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσμα­τος ή του βουλεύματος (στις αντίστοιχες περιπτώσεις) χωρίς επίσημη μετάφρασή τους στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος, αφού μόνο το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτι­κό βούλευμα περιέχουν τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμε­νο κατηγορίες με τις τυχόν επελθούσες διαφοροποιήσεις και τούτο καθίσταται εντονότερο σε περίπτωση που ο κατηγορού­μενος παραπέμπεται να δικαστεί μαζί με άλλους κατηγορούμε­νους, καθόσον από το πλέγμα όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι πρέπει να γνωρίζει, πέραν των κατηγοριών που αποδίδονται στον ίδιο, και τις κατηγορίες που αποδίδονται στους συγκατηγορουμένους του, ώστε να προετοιμάσει κα­τάλληλα και με επάρκεια την υπερασπιστική του γραμμή και κυρίως στην περίπτωση που οι κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις μετά την απολογία στον ανακριτή έχουν διαφοροποιη­θεί για ορισμένους από αυτούς με το παραπεμπτικό βούλευμα (όπως, για παράδειγμα, όταν το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για ορισμένες πράξεις ή έπαυσε την ποινική δίωξη κ.λπ.). Ήδη με το άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρ. 4 του Ν. 4236/2014 (ΦΕΚ 33 Α` 11.2.2014) και ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2010/64ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ορίζεται ότι «Στους υπόπτους ή κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός ευλόγου διαστήματος γραπτή με­τάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για τον χαρακτηρισμό εγγράφων ή χω­ ρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγρά­φων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας». Από τα επιμέρους άρθρα, αλλά και το προοίμιο της ανωτέρω Οδηγίας, προκύπτει ότι η υποχρέωση των εκάστοτε εθνι­κών δικαστικών αρχών για μετάφραση των ουσιωδών εγγρά­φων της ποινικής διαδικασίας αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Τούτο, ειδικότερα, προκύπτει από τη διατύπωση του άρ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η μετάφραση των ου­σιωδών εγγράφων απαιτείται, «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφα­λιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης». Περαιτέρω, στο προοίμιο (σημείο 30) της Οδηγίας αυτής αναφέρεται ότι «προκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγ­γραφα ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κα­τηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα Οδηγία. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται την στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγο­ρίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφασίζουν, με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή των συνηγόρων τους, ποια άλλα έγγραφα είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και, συνεπώς, θα πρέπει επίσης να μεταφράζονται». Αναφέρεται, επίσης, στο σημείο 5 του προοιμίου ότι το άρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το άρ. 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώ­νουν δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ότι το άρ. 48 παρ. 2 του Χάρτη διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιω­μάτων της υπεράσπισης και ότι η παρούσα Οδηγία σέβεται τα ανωτέρω δικαιώματα και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως. Και στο σημείο 14 ότι «Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφρα­ση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρ. 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αν­θρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα Οδηγία διευκολύνει την ε­φαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη. Προς τον σκοπό αυτόν ο στόχος της παρούσας Οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσε­ται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη». Από τις παραπάνω διατάξεις και την ενσωμάτωση στο ε­θνικό μας δίκαιο της ως άνω Οδηγίας με την προσθήκη του άρ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων και πρωτίστως των εγγράφων που περιέχουν την απαγγελλόμενη κατηγορία για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν την γλώσσα της διαδικασίας συνιστά υποχρέωση των αρμόδιων δικαστικών αρχών προς διαφύλαξη των θεμε­λιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως αυτά προβλέπονται στα άρ. 6 της ΕΣΔΑ και 47-48 παρ. 2 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαι­ωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η εκδοχή ότι δεν είναι απαραίτητη και δεν δημιουργεί ακυρότητα η μη συνεπίδοση μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων της ποινικής διαδικασί­ας που περιλαμβάνουν την απαγγελία της κατηγορίας, οποια­δήποτε απόφαση συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου και οποιαδήποτε απόφαση σχετική με την κατηγο­ρία, όταν ο κατηγορούμενος που αγνοεί την ελληνική γλώσσα απολογήθηκε στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα και έλαβε γνώση της κατηγορίας, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, δεν στηρίζεται στο νόμο και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το νέο καθεστώς του άρ. 236Α ΚΠΔ. Άλλωστε, η αναλόγου περιε­χομένου παρ. 2 του άρ. 233 ΚΠΔ, που είχε προστεθεί με το άρ. 9 παρ. 2 του Ν. 1941/1991, καταργήθηκε με το άρ. 34 παρ. 18 γ` του Ν. 2172/1993 ως αντίθετη προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. την Εισηγητική έκθεση του Ν. 2172/1993 στο άρ. 35 παρ. 17 γ`, Η. Αναγνωστόπουλου, «Στην Βαβέλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ΠοινΧρ =ΣΤ`, 241 επ., Αθ. Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΤρΕφΘεσ 814/2000 Αρμ. 2001,115 επ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συνήγορσι υπεράσπι­σης των κατηγορουμένων J.V. (7ος), K.F.E.P.V.E. (8ος), R.K. (10ος), T.G. (11ος), H.W.B. (12ος), J.M. (13ος), R.H.S. (15ος), W.P.W.R. (16ος), F.J.R. (17ος), L.A.H.J. (18ος), Β.Μ. (33ος), G.G. (34ος) και J.C.O. (62ος), με τους αντίστοιχους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προβάλλουν αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για το λόγο ότι οι συγκεκριμένοι κα­τηγορούμενοι είναι αλλοδαποί, αγνοούν την ελληνική γλώσσα και το παραπεμπτικό βούλευμα επιδόθηκε για τον καθένα α­πό αυτούς μόνο στην ελληνική γλώσσα και όχι μεταφρασμένο στη γλώσσα που κατανοούν, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο των σε βάρος τους κατηγοριών και να παρεμποδίζονται να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους. Στους 7°, 8°, 10°, 11°, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18° από τους παραπάνω κατηγορουμένους αποδίδεται η τέλεση των αξιό­ποινων πράξεων: α) της ενεργητικής δωροδοκίας και β) της νο­μιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, στους 33° και 34° αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε παθητική δωροδοκία κατ'εξακολούθηση και στον 62° αποδίδεται η τέλεση των εγκλημάτων της άμεσης συνέργειας σε ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα. Οι 7ος, 8ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος, 15ος 16ος, 17ος, 18ος και 33ος από τους κατηγορου­μένους αυτούς είναι Γερμανοί υπήκοοι και κατά την απολογία τους στον ανακριτή δήλωσαν ότι αγνοούν την ελληνική γλώσ­σα και απολογήθηκαν με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Ο 34ος (G.G.) είναι, επίσης, Γερμανός υπήκοος με ελληνική κατα­γωγή, ωστόσο δεν κατανοεί καλά την ελληνική γλώσσα και κα­τά την απολογία του στον ανακριτή στις 12.7.2013 απολογήθη­κε με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα. Σε όλους τους ως άνω κατηγορουμένους τόσο το 399/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που περιλαμβάνει τις απο­διδόμενες στον καθένα κατηγορίες, όσο και η κλήση για την εμφάνισή τους στο δικαστήριο με κατάλογο των μαρτύρων, επιδόθηκαν για τον καθένα στην ελληνική γλώσσα (βλ. για την επίδοση του βουλεύματος τα αντίστοιχα αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Αφού, όμως, οι ως άνω κατηγορούμενοι δήλωσαν νομότυπα κατά την απολογία τους στην κυρία ανάκριση ότι αγνοούν την ελληνική γλώσσα και απολογήθηκαν στη γερμανική γλώσσα, την οποία και κατανοούν, για την ολοκλήρωση της σύννομης επίδοσης και κλήτευσής τους στη δίκη, η αρμόδια εισαγγελική αρχή είχε υ­ποχρέωση από τις διατάξεις των άρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, 236Α, 320-321 ΚΠΔ να επιδώσει τα ως άνω ουσιώδη έγγραφα (βού­λευμα και κλήση), που περιέχουν την κατηγορία, σε επίσημη με­τάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους κατη­γορουμένους αυτούς, με αποτέλεσμα από την παράλειψη αυτή να προκαλείται ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠΔ, καθόσον οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι στερήθηκαν τη δυ­νατότητα άσκησης των νομίμων θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους, όπως αυτά απορρέουν από τις προαναφε­ρόμενες διατάξεις για ακριβή γνώση του περιεχομένου των σε βάρος τους κατηγοριών και τη διασφάλιση πλήρους και αποτε­λεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Η ακυρότητα αυτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν δύναται να καλυφθεί από το γεγονός ότι οι παραπάνω κατηγο­ρούμενοι απολογήθηκαν στην κυρία ανάκριση με διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα, δεδομένου ότι εκτός από το δικαίωμά τους να λάβουν πλήρη γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δικαιούνται για την αποτελεσματική προετοιμασία της υπερά­σπισής τους να λάβουν γνώση και των κατηγοριών που απο­δίδονται στους λοιπούς συγκατηγορουμένους τους και περιέ­χονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, που είναι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις αρχικές κατηγορίες και, ειδικότερα, απαγγέλθηκαν συμπληρωματικές κατηγορί­ες στους συγκατηγορουμένους Μ.Χ., V.J., Π.Μ. και Χ.Κ. και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 399/2015 βούλευμά του έχει αποφανθεί για ορισμένες πράξεις να μη γίνει κατηγορία κατά συγκεκριμένων κατηγορουμένων και για συγκεκριμένα χρο­νικά διαστήματα, ενώ για άλλες πράξεις έπαυσε την ποινική δίωξη (βλ. στις σελίδες 1706 και 2287 επ. του βουλεύματος). Η ίδια ακυρότητα δημιουργείται και για τον 62° κατηγορούμε­νο, J.G.W., τραπεζικό στέλεχος της [...], ο οποίος είναι Γάλλος υπήκοος, κατοικεί στην Ελβετία, αγνοεί την ελληνική γλώσσα και ομιλεί τη γαλλική. Ο κατηγορούμενος αυτός δεν εμφανί­στηκε κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης να απολογηθεί και ως προς αυτόν η ανάκριση περατώθηκε με την έκδοση του [...] εντάλματος σύλληψης από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Σε εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, συνελήφθη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Κατά την προσα­γωγή του στις ελληνικές αρχές για την εκτέλεση του εντάλμα­τος σύλληψης και προσωρινής κράτησης επιδόθηκε σ'αυτόν το παραπεμπτικό βούλευμα στις 6.4.2015, εντός του καταστή­ματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (βλ. το από 6.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]), χωρίς τη συνεπίδοση μετάφρασης τούτου στη γαλλική γλώσσα, στις δε 24.6.2015 επιδόθηκε σ'αυτόν εντός του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού και η κλήση για εμ­φάνισή του στο δικαστήριο, επίσης στην ελληνική γλώσσα (βλ. το αποδεικτικό επίδοσης με ημερομηνία 24.6.2015 του γραμματέα του παραπάνω καταστήματος κράτησης [...]), με αποτέλεσμα να στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης των θεμελιωδών ως άνω δικαιωμάτων του να λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου των εναντίον του κατηγοριών και να προετοιμάσει κατάλληλα και αποτελεσματικά την υπερασπιστική του γραμμή. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμες οι έγκαιρα προβαλλόμενες από τους συνηγόρους των παραπάνω κατηγορουμένων αντιρ­ρήσεις στην πρόοδο της δίκης λόγω της ως άνω επελθούσας ακυρότητας και κατ'αποδοχή του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού τους, πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η επίδοση της κλήσης και του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλί­ου Εφετών Αθηνών και απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τους κατηγορουμένους αυτούς. Το σημαντικό αυτό αίτιο από την κήρυξη της ως άνω ακυρότητας δεν είναι δυνατόν να αντιμε­τωπιστεί με διακοπή της συνεδρίασης σε άλλη ημέρα, ώστε να επισπευστεί και ολοκληρωθεί η διενεργούμενη μετάφραση του βουλεύματος, που γίνεται με επιμέλεια της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, παρά μόνο με αναβολή της δίκης σε άλλη δικάσιμο, ώστε να επαναληφθούν οι σχετικές προπαρασκευαστικές δια­δικαστικές πράξεις με συνεπίδοση επίσημης μετάφρασης των ως άνω ουσιωδών εγγράφων της κατηγορίας στους συγκεκρι­μένους κατηγορουμένους, δεδομένου ότι η επίδοση του βου­λεύματος σε επίσημη μετάφραση, και μάλιστα ολόκληρου και όχι αποσπάσματος τούτου, καθώς και της σχετικής κλήσης με τον κατάλογο των μαρτύρων και των εγγράφων επιβαλλόταν να γίνει εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας (άρ. 166 ΚΠΔ) πριν τη δικάσιμο. Με τις διατάξεις των εδαφίων ε`- στ` του άρ. 273 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζονται τα ακόλουθα: ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρ­χικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ` της παραγράφου αυτής γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρ. 96 παρ. 2 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι σε έναν από αυτούς, στ) Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφί­ου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνο γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλεί­ψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελει­οδικείου στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενερ­γηθεί η ανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητα αυτή, εκτός αν δηλώσει στον αρμόδιο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ` της παρα­γράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο 61ος κατηγορούμενος, Φ.Α., που είναι Έλληνας υπήκοος, και κατοικεί στην αλλοδα­πή (Γενεύη Ελβετίας), κατά την απολογία του στις 18.2.2013 στον ειδικό εφέτη ανακριτή, διόρισε ως συνηγόρους του και αντικλήτους του τους δικηγόρους Αθηνών, Ι.Μ. και I.Μ. Με την από 28.5.2014 έγγραφη δήλωσή του (επιστολή) προς τον δικηγόρο, Ι.Μ., ανακάλεσε τη δοθείσα σε αυτόν εντολή. Την έγγραφη αυ­τή δήλωση προσκόμισε ο Ι.Μ. στον ειδικό εφέτη ανακριτή στις 30.5.2014 και δήλωσε και ο ίδιος εγγράφως την ίδια ημέρα ότι έχει παύσει να τον εκπροσωπεί και να είναι αντίκλητός του από τις 20.12.2013. Στις 3 Απριλίου 2015 έλαβε χώρα επίδοση του 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφε­τών Αθηνών στο δικηγόρο, Ι.Μ., ως αντίκλητο του παραπάνω κατηγορουμένου (βλ. το από 3.4.2015 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]). Η πα­ραπάνω επίδοση ήταν σύννομη κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. ε` ΚΠΔ, αφού νόμιμα είχε οριστεί αντίκλητος του κατηγορουμένου και δεν προκύπτει μέχρι τότε ότι ο τελευταίος είχε ανακαλέσει την προς αυτόν εντολή ούτε ο ως άνω δικηγόρος είχε προβεί σε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών περί λήξης της εντολής του με τον παραπάνω κατηγο­ρούμενο. Επειδή, όμως, ο παραπάνω δικηγόρος θεωρούσε ότι είχε ανακληθεί και η προς αυτόν εντολή από τον παραπάνω κατηγορούμενο, ενόψει του ότι επικουρικά ανέλαβε την υπερά­σπιση τούτου ως συνεργαζόμενος στην ίδια δικηγορική εται­ρεία με τον Ι.Μ., με αφορμή την παραπάνω επίδοση, και επειδή πράγματι είχε την προφορική διαβεβαίωση από τον ως άνω κα­τηγορούμενο πως θεωρούσε ότι είχε ανακαλέσει και την προς αυτόν εντολή και δεν επιθυμούσε πλέον να τον εκπροσωπεί, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ι.Μ., με τις προσκομιζόμενες ταυτόση­μες έγγραφες δηλώσεις τους από 10.6.2015 που κατέθεσαν την ίδια ημέρα στον αρμόδιο γραμματέα της εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, δήλωσαν ότι έχουν παύσει αμφότεροι να είναι συνή­γοροι υπεράσπισης και αντίκλητοι του παραπάνω κατηγορου­μένου σε οποιαδήποτε ποινική του υπόθεση. Η δήλωση αυτή υποβλήθηκε νόμιμα στον αρμόδιο γραμματέα κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ και από τότε (10.6.2015) έπαυσε η ιδιότητα του αντικλήτου και για τον δικηγόρο Ι.Μ. Ωστόσο στις 17.7.2015 (βλ. το από 17.7.2015 αποδεικτικό ε­πίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [...]) επιδόθηκε στο δικηγόρο Ι.Μ. με θυροκόλληση ως αντίκλητο του ως άνω κατηγορουμένου η [...] κλήση του Εισαγγελέα Εφε­τών με κατάλογο μαρτύρων για την εμφάνιση του στο δικαστή­ριο κατά την παραπάνω δικάσιμο. Η επίδοση της κλήσης αυτής δεν ήταν σύννομη, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, από τις 10.6.2015 είχε λήξει η σχέση εντολής μεταξύ του παραπάνω κατηγορουμένου και του Ι.Μ. και η ιδιότητα του τελευταίου ως αντικλήτου και αφού ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν εί­χε διορίσει νόμιμα άλλον αντίκλητο, η σχετική επίδοση έπρεπε να γίνει, κατά το άρ. 273 παρ. 1 εδ. στ` ΚΠΔ, στον αρμόδιο γραμ­ματέα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη συζήτηση της υπόθεσης και ως προς τον παραπάνω κατηγορούμενο, όπως βάσιμα ο συνήγορος υπεράσπισής του υποστήριξε, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσής του. Αναφορικά με την κατάργηση του εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί σε βάρος του παραπάνω κατηγορούμενου, η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον ανακριτή, ο οποίος, αν κρίνει ότι έχουν εκλείψει οι λόγοι έκδοσής του, το ανακαλεί με την ίδια διαδικασία μετά από γνώμη του εισαγγελέα (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ. ΚΠΔ έκδ. 2008 άρ. 276 αριθμ. 11). Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υ­πόθεσης σε άλλη δικάσιμο, που θα οριστεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσης ως προς τους παραπάνω κατηγορουμένους και για το ενιαίο της κρί­σης ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους, προκειμένου να λάβει χώρα επανάληψη των ως άνω πράξεων της προπα­ρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή να επιδοθεί το 399/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών νόμιμα και εμπρό­θεσμα σε επίσημη μετάφραση στη γερμανική γλώσσα στον καθένα από τους 7°, 8°, 10°, 1 Γ, 12°, 13°, 15°, 16°, 17°, 18°, 33° και 34° κατηγορουμένους και στη γαλλική γλώσσα για τον 62° κατηγορούμενο, καθώς επίσης να επιδοθεί και νέα κλήση για τη δικάσιμο με κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας και των αναγνωστέων εγγράφων στον καθένα από τους παραπάνω κα­τηγορουμένους σε επίσημη μετάφραση στις ως άνω αντίστοι­χα γλώσσες. 

 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Υπόδειγμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)


Voir Note explicative                                            
See Explanatory Note
Βλ. επεξηγηματικό δελτίo
GRC


Numéro de dossier
File-number
Αριθμός φακέλου





COUR EUROPÉENNE DES DROITS DE L’ HOMME
EUROPEAN COURT OF HUMAN RIGHTS
ΕΥΡΩΠΑIΚΟ ΔIΚΑΣΤΗΡIΟ
ΤΩΝ ΔIΚΑIΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



Conseil de l’Europe - Council of Europe
Strasbourg, France
Συμβoύλιo της Ευρώπης
Στρασβoύργo-Γαλλία




REQUÊTE
APPLICATION
ΠΡΟΣΦΥΓΗ



présentée en application de l’article 34 de la Convention européenne des Droits de l’Homme,
ainsi que des articles 45 et 47 du Règlement de la Cour

under Article 34 of the European Convention on Human Rights
and Rules 45 and 47 of the Rules of Court

σύμφωνα με τo άρθρo 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τωv Δικαιωμάτωv
τoυ Αvθρώπoυ και τα άρθρα 45 και 47 τoυ Εσωτερικoύ Καvovισμoύ τoυ Δικαστηρίoυ







IMPORTANT: La présente requête est un document juridique et peut affecter vos droits et obligations.
This application is a formal legal document and may affect your rights and obligations.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παρoύσα πρoσφυγή είvαι έvα voμικό έγγραφo και μπoρεί vα έχει επιπτώσεις στα δικαιώματα και στις υπoχρεώσεις σας.



I -        LES PARTIES
THE PARTIES
ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ
A.        LE REQUÉRANT/LA REQUÉRANTE
THE APPLICANT
Ο ΠΡΟΣΦΕΥΓΩΝ/Η ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑ

(Renseignements à fournir concernant le/la requérant(e) et son/sa représentant(e) éventuel(le))
(Fill in the following details of the applicant and the representative, if any)
(Πληρoφoρίες πoυ αφoρoύv τov πρoσφεύγovτα / τηv πρoσφεύγoυσα και, εάv υπάρχει, τov/τηv εκπρόσωπό τoυ/της.

1.             Nom de famille / Surname / Επώvυμo
2.             Prénom (s) / First name (s) / Βαφτιστικό όvoμα/ovόματα
Sexe:      masculin/fιminin                Sex:        male/female          Φύλo:     αρσεvικό/θηλυκό
3.             Nationalité / Nationality / Εθvικότητα    ΕΛΛΗΝΙΚΗ
4. Profession / Occupation / Επάγγελμα
5.             Date et lieu de naissance / Date and place of birth / Ημερoμηvία και τόπoς γεvvήσεως
6.             Domicile / Permanent address / Μόvιμη διεύθυvση
7.             Tel. N° / Αριθμός τηλεφώvoυ
8.             Adresse actuelle (si diffιrente de 6.) ---------------------------------------------------------------------------------------------
Present address (if different from 6.)/Παρoύσα διεύθυvση (εάv είvαι άλλη από τηv αvαφερόμεvη υπό 6)

9.             Nom et prénom du/de la représentant(e) *
Name of representative*/Οvoμα εκπρoσώπoυ*

10.          Profession du/de la représentant(e)  ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Occupation of representative/Επάγγελμα εκπρoσώπoυ

11.          Adresse du/de la représentant(e)
Address of representative/Διεύθυvση εκπρoσώπoυ

12.          Tel. N° / Αριθμός τηλεφώvoυ
               Fax N° / Αριθμός Fax

B.        LA HAUTE PARTIE CONTRACTANTE
THE HIGH CONTRACTING PARTY
ΤΟ ΥΨΗΛΟ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ
(Indiquer ci-après le nom de l’Etat/des Etats contre le(s)quel(s) la requête est dirigée)
(Fill in the name of the State(s) against which the application is directed)
(Σημειώστε τo όvoμα τoυ Κράτoυς (ή τωv Κρατώv) εvαvτίov τoυ oπoίoυ στρέφεται η πρoσφυγή)

13.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ




II -       EXPOSÉ DES FAITS
STATEMENT OF THE FACTS
ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤIΚΩΝ ΠΕΡIΣΤΑΤIΚΩΝ

(Voir chapitre II de la note explicative)
(See Part II of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo II τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

14.
 Μετά από ιδιαίτερα σοβαρό ατύχημα που μου συνέβη στις 18-2-1998 σε κτήριο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.), που βρίσκεται στην «Ελεύθερη Ζώνη Πειραιά» στο Κερατσίνι, όπου στεγάζεται η Διεύθυνση ΣΕΜΠΟ του Ο.Λ.Π. και το Ε΄ Τελωνείο Πειραιά, και ειδικότερα στα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του εν λόγω κτηρίου, όπου είχα μεταβεί, κατά την εκτέλεση πάντοτε των εργασιών μου ως εκτελωνιστής, υπέστην βαρύτατο τραυματισμό της σπονδυλικής μου στήλης με συντριπτικό κάταγμα πρώτου οσφυϊκού Ο1 και κάκωση μυελικού κώνου, με συνέπεια να υποστώ πλήρη αισθητικοκινητική παραπληγία. Σημειώνω ότι έκτοτε έχω ολική κινητική αναπηρία, λόγω της οποίας έλαβα μειωμένη σύνταξη από το ΤΕΒΕ λόγω πλήρους ανικανότητας με ποσοστό αναπηρίας 86%.
 Για το ατύχημα αυτό άσκησα ένδικα μέσα κατά του Ο.Λ.Π., ως άνω, υπολαμβάνοντας ότι έχει την αποκλειστική υπαιτιότητα για τον βαρύτατο τραυματισμό μου, που είχε τις ύπερθεν τραγικές συνέπειες για εμένα και τη ζωή μου. Εξαιτίας του ατυχήματος αυτού υπέστην πλήρη ανατροπή στη ζωή μου, καθόσον έκλεισα την επιχείρησή μου (εκτελωνιστικό γραφείο στον Πειραιά), αδυνατούσα να βοηθήσω τα τρία (3) ανήλικα παιδιά μου, σταμάτησα κάθε κοινωνική και συνδικαλιστική μου δραστηριότητα και συσσωρεύτηκαν τεράστια οικονομικά μου προβλήματα λόγω του αυξημένου κόστους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας μου, παράλληλα δε έπεσα σε πλήρη κατάθλιψη αντιμετωπίζοντας σοβαρά ψυχικά προβλήματα.
 Ο βαρύτατος τραυματισμός μου προκλήθηκε από τον εγκλωβισμό μου στην τουαλέτα του κτηρίου, λόγω του χαλασμένου πόμολου της πόρτας. Όταν προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, για να εξέλθω, το πόμολο αποσπάστηκε από τη βάση του, και σε συνδυασμό με την πλημμελή συντήρηση και ρυπαρότητα του ολισθηρού δαπέδου, έχασα την ισορροπία μου, πέφτοντας προς τα πίσω, και χτυπώντας τη μέση μου στην σκληρή επιφάνεια της λεκάνης της τουαλέτας, που –σημειωτέον- δεν είχε το απαραίτητο προστατευτικό κάλυμμα.
 Για το παραπάνω συμβάν άσκησα αγωγή κατά του Ο.Λ.Π. στο αρμόδιο Δικαστήριο. Το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ. 506/2004, ήδη αμετάκλητη, απόφασή Του, δέχτηκε υπαιτιότητα της εναγομένης κατά ποσοστό 50%, και μου επιδίκασε για την υπάρχουσα τότε βλάβη μου το ποσόν των 106.456,71 ευρώ και δικαστική δαπάνη 5.500,00 ευρώ.
 Εν συνεχεία, άσκησα δεύτερη αγωγή κατά του Ο.Λ.Π. Α.Ε., με την οποία ζήτησα την επιδίκαση εξόδων πραγματοποιηθεισών θεραπειών μου για το μεταγενέστερο διάστημα, δηλ. από τον Ιανουάριο του 2002 έως και 3-1-2003, καθώς και εφ’άπαξ αποζημίωσή μου κατ’άρθρο 931 Α.Κ.. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ. 189/2005 οριστική απόφασή Του, μου επιδίκασε το ποσόν των 15.386,68 ευρώ για τα παραπάνω έξοδα πραγματοποιηθεισών θεραπειών μου, και το ποσόν των 100.000 ευρώ για εφ’άπαξ αποζημίωσή μου κατ’άρθρο 931 Α.Κ.. Το ίδιο Δικαστήριο δεν υπολόγισε στην αποζημίωσή μου τις μελλοντικές δαπάνες που θα απαιτηθούν για τις θεραπείες μου, για απαραίτητα ιατροφαρμακευτικά υλικά και για τα αναπηρικά βοηθήματα, επειδή δεν ήταν κατά την απόφαση αυτή δυνατόν να προσδιοριστούν ούτε κατά προσέγγιση, λόγω του ότι εξαρτώνται από την μελλοντική και άρα απρόβλεπτη εξέλιξη της υγείας μου, και τις διαρκώς εξελισσόμενες μεθόδους και μέσα για την αντιμετώπιση των επιπλοκών που δημιουργούνται στους πάσχοντες από κακώσεις του νωτιαίου μυελού, που δεν περιορίζονται μόνον στο εμφανές κινητικό πρόβλημα, αλλά και στις δυσλειτουργίες στην ούρηση και αφόδευση, και σε πολλές επιπλοκές που επιβαρύνουν τη σωματική και την ψυχική τους κατάσταση. Κατόπιν δε άσκησης αντίθετων εφέσεων, κατά της παραπάνω αποφάσεως, τόσο εκ μέρους μου, όσο και από τον Ο.Λ.Π., εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφού εξαφάνισε την ως άνω απόφαση, υποχρέωσε τον Ο.Λ.Π. στην καταβολή αποζημιώσεως ύψους 215.386,68 ευρώ, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και αποζημίωση ύψους 15.386,68 ευρώ για θετικές ζημίες, που αφορούσε απαίτηση, ως άνω, που επιδικάστηκε με την υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση, και δεν επλήγη με λόγο εφέσεως.
 Εν συνεχεία, άσκησα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την τρίτη κατά σειρά αγωγή μου, με την οποία, επικαλούμενος μη προβλεφθείσες εξακολουθητικές επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας μου συνέπειες από τον τραυματισμό μου, ζήτησα να υποχρεωθεί ο Ο.Λ.Π. να μου καταβάλει 46.194,85 ευρώ για δαπάνες αγοράς υλικών καθετηριασμού, 254,10 ευρώ για δαπάνες φυσιοθεραπείας, 700 ευρώ για έξοδα ουρολογικού ελέγχου και κηδεμόνων γόνατος και 34.650 ευρώ για δαπάνη αμοιβής βοηθού-νοσηλεύτριας, που αφορούσαν το χρονικό διάστημα των μηνών Φεβρουαρίου 2003 έως και Φεβρουαρίου 2006. Επί της αγωγής μου αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 5016/2006, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού απέρριψε την προβληθείσα από τον Ο.Λ.Π. ένσταση παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ, με την αιτιολογία ότι οι αξιώσεις που ήχθησαν προς ουσιαστική κρίση με την αγωγή μου αφορούσαν απρόβλεπτη ζημία μου, εκτός από εκείνη που αφορούσε τη δαπάνη καταβολής αμοιβής στην οικιακή βοηθό για το από 30-11-2005 έως και τον μήνα Φεβρουάριο 2006 χρονικό διάστημα, την οποία απέρριψε ως παραγεγραμμένη, κρίνοντας ότι αφορούσε σε εξ αρχής προβλεπτή ζημία, μου επιδίκασε αποζημίωση ποσού 34.444,97 ευρώ. Μάλιστα, η αιτιολογία της παραπάνω αποφάσεως, ως προς την απόρριψη της ενστάσεως παραγραφής, κατ’άρθρο 937 ΑΚ, που αβάσιμα είχε υποβάλει ο Ο.Λ.Π., έχει ως εξής: «…Εξάλλου, η ένσταση περί παραγραφής της απαίτησης του ενάγοντος, που προβάλλει η εναγομένη, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι ανωτέρω δαπάνες αφορούν απρόβλεπτη ζημία του ενάγοντος, που συνέχεται με την αδικοπραξία της εναγομένης. Ειδικότερα, οι μεν αναφερόμενες συνεδρίες φυσικοθεραπείας εντάσσονται στο επιβαλλόμενο από την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος εντατικό πρόγραμμα αποκατάστασής του προς αποφυγή χειροτέρευσης της ήδη βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, για το οποίο αποφάνθηκαν οι θεράποντες ιατροί μετά την εξέταση αυτού στις 10-5-2002, 6-5-2003 και 18-6-2004, σε συνδυασμό περαιτέρω και με τις νέες τεχνικές φυσικοθεραπείας που συνιστώνται και εφαρμόζονται παγκοσμίως σε παρόμοιες με τη δική του περιπτώσεις (THERASUIT METHOD), η δε αγορά νέων υλικών καθετηριασμού (αυτολιπαινόμενων καθετήρων) κρίθηκε αναγκαία από τους θεράποντες ιατρούς του ενάγοντος με τις σχετικές συστάσεις τους στις 8-8-2002, 4-8-2003 και 28-4-2004 ενόψει και του γεγονότος της πρόσφατης διάθεσης τέτοιων καθετήρων στο εμπόριο, προς αποφυγή ουρολοιμώξεων. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω απαιτήσεις, για τις οποίες η πενταετής παραγραφή αρχίζει από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση των νέων αυτών ζημιών (δυσμενών συνεπειών) και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα, ήτοι μετά τις σχετικές συστάσεις των θεραπόντων ιατρών, δεν έχουν υποπέσει εισέτι σε παραγραφή, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε στις 26-9-2005 (βλ. την με αριθμό 42488/26-9-2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Αριστείδη Πετρίδη)…».
 Εν συνεχεία, άσκησα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την τέταρτη κατά σειρά από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007 ΕΝΔΙΚΗ αγωγή μου, με την οποία, επικαλούμενος μη προβλεφθείσες εξακολουθητικές επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας μου συνέπειες από τον τραυματισμό μου, και συγκεκριμένα ότι από τον μήνα Μάρτιο του 2006 και εντεύθεν η κατάσταση της υγείας μου παρουσίασε επιδείνωση, στο πλαίσιο απρόβλεπτης εξέλιξης μιας τραυματικής βλάβης του νωτιαίου μυελού, η οποία επιβάλλει τη διενέργεια περαιτέρω φυσικοθεραπειών προς αποκατάσταση, καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών με αυτολιπαινόμενους καθετήρες τύπου lofric από ειδικευμένη και έμπειρη νοσηλεύτρια και τη χρήση ειδικών αναπηρικών βοηθημάτων, ζήτησα να υποχρεωθεί, ο Ο.Λ.Π., να μου καταβάλει το ποσόν των 50.558,95 ευρώ για τις δαπάνες μου από 1-3-2006 έως και 31-12-2007 (για φυσικοθεραπείες, υλικά καθετηριασμών, νοσηλεύτρια, αναπηρικά βοηθήματα), και να αναγνωριστεί ομοίως ότι, για τις συγκεκριμένες ως άνω δαπάνες μου, που μετά βεβαιότητος και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας θα υφίσταμαι τουλάχιστον μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας μου (προσδόκιμο ζωής), μου οφείλει 847.869,72 ευρώ (όπως εξειδικεύτηκαν στην αγωγή μου, κατά κάθε μήνα), και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να μου καταβάλει εφάπαξ το ποσόν των 700.000 ευρώ για τις παραπάνω μελλοντικές ζημίες μου, όπως ορισμένα εξειδικεύτηκαν στο κείμενο της αγωγής μου.
 Επί της παραπάνω (από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007) αγωγής μου εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1385/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με την οποία απορρίφθηκε εν συνόλω αυτή, με την εξής, συνοπτικά, κρίσιμη αιτιολογία: «…Είναι δε ορισμένη, μόνον κατά το κεφάλαιο που αφορά την αποζημίωση για τις πράγματι πραγματοποιηθείσες από τον ενάγοντα δαπάνες, δηλαδή αυτές του χρονικού διαστήματος από τον μήνα Μάρτιο 2006 μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής (14-11-2007), ενώ είναι αόριστη, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτή ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των μελλοντικών ζημιών δαπανών που ο ενάγων φέρεται ότι θα υποστεί εξ αιτίας του τραυματισμού του και της βλάβης της υγείας του από το ένδικο ατύχημα, καθόσον αυτές αναφέρονται κατά τρόπο ασαφή, αφού προσδιορίζονται κατά μέσο όρο μηνιαίως και με βάση υπολογισμού τις ετήσιες δαπάνες του προηγουμένου του προς επιδίκαση έτους, όπως αυτές προκύπτουν από το άθροισμα των επί μέρους αποδείξεων εισπράξεως υλικών και παροχής υπηρεσιών που προσκομίζονται, χωρίς ουδεμία περαιτέρω εξειδίκευση, ως προς τον αριθμό και το είδος των φυσικοθεραπειών, ιατρικών εξετάσεων και επισκέψεων, υλικών νοσηλείας, αναπηρικών βοηθημάτων και αμοιβών ιατρικού προσωπικού και του κόστους ενός εκάστου που θα απαιτηθούν στο μέλλον, με αποτέλεσμα η επέλευση των επικαλούμενων ως άνω μελλοντικών ζημιών να εκτίθεται ως ενδεχόμενη και υποθετική…Από τα παραπάνω δημόσια ιατρικά πιστοποιητικά και τις γνωματεύσεις ιδιωτών ιατρών, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, δεν αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος προέκυψε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις και δη αιφνιδίως, καθόσον ήδη από το έτος 1999 η υγεία του ενάγοντος έβαινε επιδεινούμενη, γεγονός που έγινε δεκτό και με τη με αριθμό 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφετέρου δε η επιδείνωση αυτή δεν υπήρξε με προβλέψιμη εξ αρχής κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και τούτο διότι δεν παρίσταται αυτή ασυνήθης. Πλέον συγκεκριμένα, η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής μεταγενέστερες επιζήμιες συνέπειες πρόδηλο είναι ότι μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της ζημίας ως δυνατή συνέπεια της ένδικης αδικοπραξίας, δηλαδή αμέσως μετά το επισυμβάν στις 18.2.1998 ατύχημα…Συνεπώς προς τα ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι επιζήμιες για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος συνέπειες παράγονται εξακολουθητικώς με την πάροδο του χρόνου, η αξίωση για την αποκατάστασή τους, έστω και μελλουσών, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι τελευταίες ήσαν προβλεπτές κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν αναγεννάται κάθε φορά που επέρχονται οι συνέπειες αυτές, αλλά γεννήθηκε άπαξ, όταν άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες από αυτές (ΟλΑΠ 40/1996) και συνεπώς, έχει παρέλθει από την ημερομηνία του ατυχήματος (18.2.1998) οπότε και η γνώση της ζημίας, μέχρι την επίδοση της υπό κρίση από 20.2.2007 αγωγής, που έγινε στις 5.3.2007…χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας, γεγονός που έχει ως συνέπεια οι ένδικες αξιώσεις να έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή…Σημειώνεται ότι η προηγούμενη με αριθμό 5016/2006 τελεσίδικη απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δεν παρήγαγε δεδικασμένο ως προς το ζήτημα του «απρόβλεπτου ή μη» των περαιτέρω ζημιών του ενάγοντος, διότι κατά τα προεκτεθέντα, το προβλεπτόν των επιζημίων συνεπειών είναι στοιχείο της ενστάσεως παραγραφής, και οι ενστάσεις, πλην της ενστάσεως συμψηφισμού δεν παράγουν δεδικασμένου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει κατά παραδοχή της ενστάσεως παραγραφής που προέβαλε η εναγομένη, ως βάσιμης και από ουσιαστική άποψη, να απορριφθεί η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη…».

 Κατόπιν δε άσκησης της από 26-11-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1340/2008 εφέσεώς μου κατά της παραπάνω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε αυτή τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως προς το κατά το σκεπτικό σκέλος της (της αοριστίας), και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η απόφασή Του, και διετάχθη, με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου, πραγματογνωμοσύνη από ένα πραγματογνώμονα, προκειμένου, αφού λάβει γνώση της από το ατύχημα προκληθείσας βλάβης της υγείας μου και των εν γένει συνεπειών της και της τυχόν έκτοτε διαχρονικής εξέλιξης της πάθησής μου, και αφού με εξετάσει, να γνωμοδοτήσει επί των εξής θεμάτων: Αν η στην αγωγή περιγραφόμενη κατά τον Μάρτιο 2006 ως και κατά το χρόνο της άσκησής της κατάσταση της υγείας μου αποτελεί αναμενόμενη και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προβλέψιμη επιδείνωση και σταδιακή δυσμενή εξέλιξη της αρχικής πάθησής μου, ή, αντιθέτως, πρόκειται για απρόβλεπτη, ασυνήθιστη και αναπάντεχη επιδείνωσή της, συνεκτιμώντας προς τούτο και το είδος και το περιεχόμενο της κατά την ένδικη αγωγή ακολουθούμενης συγκεκριμένης θεραπείας και εφαρμοζόμενης υποστήριξης και φροντίδας μου. Συγκεκριμένα δε, ορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο ιατρός-νευροχειρουργός, κ. Δημήτριος Αντωνίου.
 Το παραπάνω Δικαστήριο, ως προς το σκέλος της εφέσεώς μου, που αφορούσε στην «αοριστία» της αγωγής μου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ως άνω, έκρινε τα εξής: «Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι τα αποζημιωτικά κονδύλια ως προς τις πέραν του χρόνου της συζήτησής της (αγωγής) αξιούμενες μελλοντικές μέχρις το έτος 2028 δαπάνες (αμοιβών φυσικοθεραπευτηρίων και νοσηλεύτριας ως και κόστους αγοράς υλικών καθετηριασμών και αναπηρικών βοηθημάτων), παρατίθενται συγκεφαλαιωτικώς και μόνο εξαγόμενα βάσει της αντίστοιχης κατηγορίας δαπάνης του προηγούμενου έτους και κατά μέσο μηνιαίο όρο αυτής, χωρίς καμιά περαιτέρω ανάλυση κατ’είδος και ποσό. Συνεπώς κατά το μέρος της αυτό η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη, δεν έσφαλε δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ’ουσία του αντίστοιχου σκέλους της εφέσεως». Σύμφωνα δε με τα κρατούντα νομολογιακά στην Ελλάδα, θα μπορούσα να επαναφέρω ορισμένα ενώπιον Δικαστηρίου το συγκεκριμένο τμήμα της αγωγής μου. Ως προς δε το σκέλος των πραγματοποιηθεισών δαπανών μου το ίδιο Δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, έκρινε ότι αδυνατούσε να καταλήξει σε ασφαλή δικανική πεποίθηση, και γι’αυτό ανέβαλε, διατάσσοντας πραγματογνωμοσύνη, ως άνω. Συγκεκριμένα δε η αιτιολογία του ως προς το κρίσιμο αυτό σημείο έχει συνοπτικά ως εξής: «…Όπως γίνεται φανερό, κρίσιμο ζήτημα για την παραδοχή ή μη της ένστασης παραγραφής της εναγόμενης και συνακόλουθα της κρίσης των αγωγικών αξιώσεων ως παραγεγραμμένων ή μη και της περαιτέρω τύχης της έφεσης (ουσιαστικής ή μη παραδοχής της κατά το οικείο σκέλος της), είναι το αν οι βλάβες και οι δυσμενείς συνέπειες και εν γένει η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν εξ υπαρχής προβλεπτές κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή αντιθέτως απρόβλεπτες, αναπάντεχες και ασυνήθεις, όπως το τελευταίο τούτο (απρόβλεπτο) προβάλει, κατ’άρνηση (της ένστασης παραγραφής), ο ενάγων και καθ’υποφορά με την αγωγή του (ΑΠ 940/2001 ΕλΔικ 42.940). Από τις προσκομισθείσες αποδείξεις δεν μπορεί να σχηματισθεί πλήρης και ασφαλής δικανική πεποίθηση για τα ουσιώδη αυτά εριστά ζητήματα, ενόψει δε του ότι απαιτούνται για τα θέματα αυτά ειδικές γνώσεις επιστήμης, κρίνεται αναγκαία από το Δικαστήριο η διεξαγωγή, πριν την ουσιαστική έρευνα του σχετικού σκέλους της έφεσης, ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από ένα πραγματογνώμονα, κατά το διατακτικό (368 επ. ΚΠολΔ)…».
 Εν συνεχεία, ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, κ. Δημήτριος Αντωνίου, αφού έδωσε στις 23-11-2009 τον προσήκοντα όρκο ενώπιον της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, συνταγείσης της υπ’αριθμ. 29/2009 έκθεσης όρκισης πραγματογνώμονα, ολοκλήρωσε και ενεχείρισε στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου την από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, συνταγείσης της από 28-12-2009 υπ’αριθμ. 30/2009 εκθέσεως εγχειρίσεως.
 Αμέσως μετά, με την υπ’αριθμ. 36/13-1-2010 κλήση μου κατά του Ο.Λ.Π., ζήτησα να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της από 26-11-2008 ως άνω εφέσεώς μου, επί τω τέλει όπως αυτή γινόταν δεκτή, και ωσαύτως και η αγωγή μου.
 Επί της κλήσεώς μου αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 832/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφενός απέρριψε αναιτιολόγητα και contra στην από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του κ. Δημήτριου Αντωνίου, την έφεσή μου και ως προς το σκέλος που εκκρεμούσε (και επί του οποίου είχε διαταχθεί από την προηγούμενη απόφαση η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης), αφετέρου απέρριψε επί της ουσίας την έφεσή μου και ως προς το σκέλος της αοριστίας, ως άνω, ανατρέποντας ανεπίτρεπτα την υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση, ως άνω (ως προς το οριστικό σκέλος της), και εμποδίζοντάς με ούτως να επαναφέρω ορισμένα την αγωγή μου, δεχόμενο ότι η αγωγή μου και ως προς το κομμάτι αυτό ήταν ορισμένη, πλήν όμως αβάσιμη επί της ουσίας (λόγω υποτιθέμενης παραγραφής των αξιώσεών μου).
 Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τις κρίσιμες εν προκειμένω παραδοχές της, ως προς την ένσταση παραγραφής, έχει ως επί λέξει ως εξής: «…Στην προκειμένη περίπτωση, σχετικά με την παραδεκτά, τόσο στον πρώτο, όσο και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προβληθείσα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της εναγομένης, νόμιμη ένσταση πενταετούς παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων κατ’άρθρο 937 ΑΚ, οι οποίες αφορούν πραγματοποιηθείσες από τον ενάγοντα δαπάνες του χρονικού διαστήματος από 3/2006 έως 14.11.2007, σύμφωνα με την οποία η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ήδη από του χρόνου του ατυχήματος ο ενάγων είχε λάβει γνώση των επιζήμιων συνεπειών του ατυχήματος και της υπόχρεου προς αποζημίωσή του εναγομένης, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα εξής: Κατά την εξέτασή του από τον ιατρό Κωνσταντίνο Κουζέλη του Γ.Ν. «Ασκληπιείο Βούλας» στις 30.5.2006 (σχετ. προσκομ. από 30/5/2006 ιατρική γνωμάτευση του άνω ιατρού) ο ενάγων βρέθηκε να πάσχει από «υπολειμματική μετατραυματική παραπληγία», ενώ σύμφωνα με τη με αυτή ημερομηνία βεβαίωση εξέτασης των τακτικών εξωτερικών ιατρείων του άνω νοσοκομείου, υπογεγραμμένη από τον ίδιο ιατρό που προσκομίζεται, βεβαιώνεται ότι υπάρχει «…προοδευτική επιδείνωση της κλινικής εικόνας του ενάγοντος στα πλαίσια και της απρόβλεπτης εξέλιξης μιας τραυματικής βλάβης του νωτιαίου μυελού…», ενώ, σύμφωνα με το από 9.3.2006 προσκομιζόμενο ιατρικό πιστοποιητικό του θεραπευτηρίου «Ευαγγελισμός» υπογραφόμενο από τον ιατρό-επίκουρο καθηγητή του άνω ΓΝΑ Στάθη Μποβιάτση, ο ενάγων πάσχει από «υπολειμματική μη λειτουργική χαλαρή τετραπληγία επί χειρουργηθέντος συντριπτικού κατάγματος 01 σπονδύλου (οπίσθια διαυχενική σπονδυλοδεσία Θ12-01) με ορθοκυστικές διαταραχές (άτονη κύστη) και χρόνιο άλγος συνεπεία εκτεταμένου τραυματισμού του θωρακοοσφυϊκού νωτιαίου σωλήνα και έντονη αδυναμία ορθοστάτησης λόγω ατροφίας μυών άκρου ποδός άμφω». Στο ίδιο πιστοποιητικό βεβαιώνεται ότι «…η κατάσταση της υγείας του (ενάγοντος) παρουσιάζει επιδείνωση και τούτο διότι ο  εν λόγω τραυματισμός του νωτιαίου σωλήνα προκαλεί διαταραχές στην αισθητικότητα και κινητικότητα των κάτω άκρων καθώς και στις λειτουργίες της ούρησης και αφόδευσης του ασθενούς». Περαιτέρω, στην προσκομιζόμενη από 5.3.2006 βεβαίωση του ιατρού-ουρολόγου Χαρίλαου Μπαλιάκου αναφέρεται ότι ο ενάγων «…πάσχει από χαλαρή τετραπληγία και έχει υποστεί μόνιμη βλάβη του ουροποιητικού με άτονη κύστη…Λόγω απροβλέπτων επιπλοκών της υγείας του ασθενούς συνιστάται να πραγματοποιούνται οι δύο εκ των έξι καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών (ο πρωινός και ο νυκτερινός), από την νοσηλεύτρια Τεοντόροβα Ελεάνα…». Τέλος, με την προσκομιζόμενη από 3.7.2006 ιατρική γνωμάτευσή του ο παραπάνω ιατρός ουρολόγος Χαρ. Μπαλιάκος, αφού γνωματεύει περί της προοδευτικής επιδεινώσεως της κλινικής εικόνας του ενάγοντος, σχετικώς προς τις κυστικές του διαταραχές και την αναγκαιότητα να χρησιμοποιούνται από αυτόν αυτολιπαινόμενοι και προλιπασμένοι καθετήρες για την πραγματοποίηση της μεθόδου των διαλειπόντων καθετηριασμών, εκθέτει ότι «…κατά συνέπεια οι τρόποι, τα μέσα και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του ουροποιητικού προβλήματος του κ. …δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά εκ των προτέρων, ούτε μπορούν να προσδιορισθούν, επακριβώς για το μέλλον». Ακόμη στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από το Δικαστήριο αυτό, ο προς τούτο διορισμένος ιατρός, νευροχειρουργός στην ειδικότητα Δημήτριος Αντωνίου, αφού έλαβε υπόψη του και παρέθεσε σ’αυτήν το περιεχόμενο όλων των ιατρικών βεβαιώσεων, πιστοποιητικών και ιατρικών γνωματεύσεων, που συντάχθηκαν για την περίπτωση του ενάγοντος από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι και τη συζήτηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και άλλες, που συντάχθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλουμένης μέχρι τη συζήτηση της έφεσής του στις 28-5-2009, έδωσε στα ερωτήματα που τέθηκαν με την ως άνω 666/2009 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με το προβλεπτό ή μη της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, τις εξής απαντήσεις: «Η τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού εγκαταλείπει στον ασθενή μία πληθώρα νευρολογικών προβλημάτων και συνακόλουθα διαταραχών από τα άλλα συστήματα του οργανισμού, αφού το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι το σύστημα που εφορεύει-προΐσταται των υπολοίπων. Η έκταση, το μέγεθος, η ένταση και ο χρόνος εμφάνισης ή επιδείνωσης των δυσλειτουργιών των υπολοίπων συστημάτων, ως συνέπεια της αρχικής βλάβης είναι αδύνατο να καθορισθούν. Υπάρχουν βλάβες του νωτιαίου μυελού που δεν επιτρέπουν στον ασθενή καμία κινητικότητα ή αισθητικότητα από το επίπεδο της βλάβης και κάτω αλλά και άλλες στις οποίες ο ασθενής έχει μειωμένη κινητικότητα (παραπάρεση) και μερική λειτουργικότητα της ουροδόχου κύστεως, των γεννητικών οργάνων και του ορθού. Στην περίπτωση του ενάγοντος οι επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν το 2006 όπως βεβαιώνεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά ήταν μη προβλέψιμες ή αναμενόμενες και σε πληθώρα άλλων ασθενών με νευρολογική βλάβη δεν έχουν συμβεί. Εν ολίγοις κάθε ασθενής μετά από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού αποτελεί μία ξεχωριστή μονάδα. Σήμερα η υποτυπώδης βάδιση του ενάγοντος καταπονεί το δεξιό του ισχίο. Ενδεχομένως στο μέλλον να χρειασθεί αλλαγή της δεξιάς κατ’ισχίον άρθρωσης χωρίς όμως αυτό να μπορεί να το βεβαιώσει κανείς, όπως δεν ήταν βέβαιο όταν επήλθε ο αρχικός τραυματισμός εάν θα έφθανε ποτέ στο σημείο να βαδίσει έστω και λίγο με βοήθεια. Οι απροσδόκητες επιπλοκές ενός σοβαρού τραυματισμού της σπονδυλικής στήλης (π.χ. σχηματισμός συριγγομυελίας, χαλάρωση υλικών σπονδυλοδεσίας κ.λπ.) αναφέρονται και στο έγκυρο αγγλόφωνο σύγγραμμα νευροχειρουργικής του Youmans. Επομένως οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος που εμφανίσθηκαν το 2006 ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού του. Οι θεραπευτικές αγωγές που ακολουθήθηκαν με την υπόδειξη και την στενή παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς του ήταν οι ενδεδειγμένες και πρέπει να συνεχίζονται εφ’όρου ζωής με έξι διαλείποντες καθετηριασμούς ημερησίως και νοσηλευτική φροντίδα, καθώς και εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης για την συντήρηση της όποιας μυϊκής ισχύος διαθέτει στα κάτω άκρα, αφού ο ίδιος μόνος του δεν είναι σε θέση να σταθεί και να βαδίσει αυτόνομα». Ωστόσο όμως, από τα παραπάνω δημόσια ιατρικά πιστοποιητικά και τις γνωματεύσεις ιδιωτών ιατρών, οι οποίες άλλωστε μνημονεύονται στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, δεν αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος προέκυψε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορούν οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις και μάλιστα αιφνιδίως, καθόσον ήδη από το έτος 1999 η υγεία του ενάγοντος επιδεινωνόταν συνεχώς και βαθμιαία, γεγονός που έγινε δεκτό και με τη με αριθμό 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφετέρου δε η επιδείνωση αυτή ήταν εξ αρχής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προβλέψιμη. Οι δυσμενείς εξελίξεις που παρουσίασε η υγεία του ενάγοντος οφείλονται αποκλειστικά στην τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού και δεν ήσαν ασυνήθεις. Η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής μεταγενέστερες επιζήμιες συνέπειες μπορούσαν να προβλεφθούν αμέσως μετά το επισυμβάν στις 18.2.1998 ατύχημα, χρόνος που συμπίπτει με την από μέρους του γνώση της ζημίας ως δυνατή συνέπεια της ένδικης αδικοπραξίας, καθόσον: α) το αργότερο από τον μήνα Σεπτέμβριο του ιδίου έτος (1998) έγινε γνωστό στον τελευταίο και μάλιστα με δημόσιο έγγραφο (4870/8.9.1998 ιατρική γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής Αθηνών) ότι έπασχε από ολική παράλυση αμφοτέρων των κάτω άκρων και ολική κινητική αναπηρία 100%, β) ο εκτεταμένος τραυματισμός του νωτιαίου θωρακοοσφυϊκού νευρικού σωλήνα διαπιστώθηκε ήδη από το έτος 1998, όπως τούτο διαλαμβάνεται στη με αριθμό 506/2004 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και γ) ήδη από το έτος 1999 ο ενάγων παρουσίασε ορθοκυστικές διαταραχές (σχ. από 9.12.1999 γνωμάτευση Υγειονομικής Επιτροπής Ταμείου Αλληλοβοήθειας και Ασφαλίσεως Εκτελωνιστών Πειραιώς), ενώ έκτοτε κρίθηκε αναγκαία για την αποθεραπεία του η διενέργεια τακτικών φυσικοθεραπειών, καθημερινών διαλειπόντων καθετηριασμών με αυτολιπαινόμενους καθετήρες κύστης τύπου Loffic, χρήση κηδεμόνων γονάτων και υποδημάτων και άλλων αναπηρικών βοηθημάτων, καθώς και η ανάγκη συνδρομής του από συνοδό άτομο…Σε επίρρωση της κρίσεως αυτής του Δικαστηρίου πρέπει αναφερθεί ότι σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη ΑΕ με ημεροχρονολογία 20-12-2009 γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου της ιατρού νευροχειρουργού Δημητρίου Ράδου, οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος, που εμφανίσθηκαν το έτος 2006, δεν ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες με την έννοια, ότι η βλάβη του νωτιαίου μυελού, που υπέστη αυτός, είναι δυνατόν να επιφέρει βλάβες που εκδηλώνονται άμεσα μετά την κάκωση (διαταραχές κίνησης και σφιγκτήρων), αλλά και βλάβες που μπορεί να εκδηλωθούν στο απώτερο μέλλον (βλάβες στα οστά και στις αρθρώσεις από την κακή στάση και βάδιση, αλλά και βλάβες στην κύστη και στο έντερο από την κακή λειτουργία τους), χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι προβλέψιμες και αναμενόμενες, αλλά ότι η έκταση αυτών και ο χρόνος που θα εκδηλωθούν δεν είναι προβλέψιμος. Συμπερασματικά επομένως η ζημία του ενάγοντος δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη απροσδόκητη, κατά τα ιατρικά δεδομένα, δυσμενή εξέλιξη των, ως άνω, σωματικών του βλαβών και σε απρόβλεπτη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του, αλλά ενόψει του είδους και της εκτάσεως του τραυματισμού του, ήταν προβλεπτή, αναμενόμενη, κατά τους κοινούς κανόνες και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και γνωστή στον ενάγοντα από το χρόνο του τραυματισμού του, καθώς επίσης και ο περαιτέρω προσδιορισμός και υπολογισμός της εκτάσεως της (ζημίας του). Κατά συνέπεια η αξίωση για την αποκατάσταση των ως άνω εξακολουθητικώς παραγομένων επιζημίων για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος συνεπειών, έστω και μελλουσών, εφόσον αποδείχθηκε ότι ήσαν προβλεπτές κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, γεννήθηκε άπαξ, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες από αυτές (ΟλΑΠ 40/1996) και συνεπώς από την ημερομηνία του ατυχήματος (18.2.1998), μέχρι την επίδοση της υπό κρίση από 20.2.2007 (αρ. εκθ. Κατ. 1574/2007) αγωγής, στις 5.3.2007..., οπότε και η γνώση της ζημίας, έχει παρέλθει χρόνος που υπερβαίνει την πενταετία και ως εκ τούτου οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή…».

 Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τις κρίσιμες εν προκειμένω παραδοχές της, ως προς την ένσταση αοριστίας, [ανατρέποντας ανεπίτρεπτα την υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση, ως άνω (ως προς το οριστικό σκέλος της), και εμποδίζοντάς με ούτως να επαναφέρω ορισμένα την αγωγή μου, δεχόμενο ότι η αγωγή μου και ως προς το κομμάτι αυτό ήταν ορισμένη, πλήν όμως αβάσιμη επί της ουσίας (λόγω παραγραφής των αξιώσεών μου)], έχει ως επί λέξει ως εξής: «…Στην υπό κρίση περίπτωση ο ενάγων προς θεμελίωση του αγωγικού μέρους της αξιώσεώς του για αποκατάσταση των θετικών ζημιών, που με βεβαιότητα θα υποστεί μελλοντικά για τα επόμενα 21 έτη της πιθανής διάρκειας ζωής του, επικαλέσθηκε εκτός των άλλων ότι τα, κατά το έτος 2006-2007, αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή κατ’είδος επί μέρους ποσά, αποτελούν σταθερό ποσοτικά μέγεθος των δαπανών και κατ’επέκταση της ζημίας που συνεπάγονται οι παγιωμένες πλέον, εξαιτίας των συνεχώς υποτροπιαζόντων επιπλοκών της υγείας του, ανάγκες του ετησίως. Ότι το κόστος των λεπτομερώς απαριθμούμενων στην αγωγή αναλώσιμων ειδών και παροχών υπηρεσιών ιατρικής φύσεως, αποκατάστασης και υποκατάστασης των σωματικών του λειτουργιών, τα οποία θα είναι δια βίου αναγκαία σ’αυτόν για την αντιμετώπιση της αναπηρίας του και την ανακούφισή του από τις επώδυνες καταστάσεις που δημιουργούν οι εξ αυτής προερχόμενες υποτροπιάζουσες επιπλοκές, θα αυξάνεται κατ’έτος αντίστοιχα με τον τιμάριθμο κατά ποσοστό 3,5 %. Βάσει των περιστατικών αυτών όμως η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς η επαναληπτική παράθεση των κατ’είδος προς κάλυψη των αναγκών του ποσών στο δικόγραφο για κάθε ένα από τα επόμενα έτη χωριστά, δεν ήταν-ενόψει της επίκλησης της παγίωσής τους για το μέλλον-αναγκαία για την εγκυρότητα της ένδικης αγωγής, αφού τα περιστατικά που εκτίθεται στο δικόγραφό της, καθιστούν δυνατή και για το μέρος αυτό των αγωγικών αξιώσεων την από μέρους της αντιδίκου του, ανταπόδειξη…Επειδή όμως εκτέθηκε παραπάνω, αφενός ότι οι επικαλούμενες για το έτος 2006-2007 βλάβες της υγείας του ενάγοντος ενεμφανίσθησαν εξ αρχής ως συνέπειες της βλάβης του νωτιαίου μυελού που υπέστη από το ένδικο ατύχημα και αφετέρου, ότι οι υποτροπιάζουσες επιπλοκές του κατωτέρου ουροποιητικού συστήματος (ορχεοεπιδιδυμίτιδες, υδροκήλες) συνιστούν στην ένδικη περίπτωση ιατρικά αναμενόμενη προοδευτική επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, άλλως ότι, σε κάθε περίπτωση, η εμφάνισή τους αποτελεί σύνηθες και προβλεπτό φαινόμενο για τα άτομα που έχουν το συγκεκριμένο είδος και βαθμό αναπηρίας, πρέπει  η ένδικη αγωγή να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ουσίαν της ως άνω ένστασης παραγραφής που παραδεκτά προτείνεται στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και περιλαμβάνει εκτός των άλλων και σαφές αίτημα κατάλυσης των συγκεκριμένων αξιώσεων, οι οποίες, δεν διαφέρουν νομικά και πραγματικά από εκείνες που αφορούν τα έτη 2006-2007, αλλά αντιθέτως πρόκειται για τις ίδιες επαναλαμβανόμενες εξακολουθητικά για τα υπόλοιπα 21 έτη αξιώσεις…».
 Στη συνέχεια, άσκησα την από 3-6-2011 αίτηση αναιρέσεως κατά της παραπάνω τελεσίδικης αποφάσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, επί τω τέλει όπως αναιρεθεί η υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, και αναπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Η υπόθεσή μου συζητήθηκε στις 14-5-2012, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, οπότε και αναγνώστηκε η από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, με την οποία εισηγείτο την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, και την απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής.
  Επί της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεώς μου εκδόθηκε η ΕΝΔΙΚΗ υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αυτή απορρίφθηκε συλλήβδην, και δή εντελώς αναιτιολόγητα, και αυθαίρετα contra στην από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, ως άνω.
  Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, αφού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέθεσε αυτούσια την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες όσον αφορά την κατάσταση και την εξέλιξη της υγείας του αναιρεσείοντος, αλλά και όσον αφορά το γεγονός ότι ήταν αναμενόμενη και προβλέψιμη η δυσμενής εξέλιξη της αρχικής παθήσεώς του και ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αντίθετος δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 15 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως προτείνεται αλυσιτελώς, καθόσον και αν ακόμη ήθελε κριθεί βάσιμος και ανεπέμπετο ως προς το αναφερθέν κεφάλαιο η υπόθεση στο Εφετείο, η σχετική απαίτηση θα απερρίπτετο κατ’ουσίαν λόγω πενταετούς παραγραφής, αφού για τον ίδιο λόγο απερρίφθη από το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση ομοία απαίτηση του αναιρεσείοντος, η οποία αφορούσε προγενέστερο, εκτεινόμενο από τον μήνα Μάρτιο 2006 και μέχρι της συζητήσεως της αγωγής, χρονικό διάστημα».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 11γ΄ ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Από την βεβαίωση αυτήν του Εφετείου, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα από τον αναιρεσείοντα αναφερόμενα έγγραφα, ήτοι α) την από 12-3-2007 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου Χρυσούλας Διαμαντοπούλου, β) την υπ’αριθ. Πρωτ. 25241/Φ206/13-9-2010 βεβαίωση του ιατρού Κων/νου Κουζέλη, γ) το από 10-12-2003 σημείωμα του ιατρού Νικολάου Τσιλιμιγκάκη, δ) τα υπ’αριθ. Πρωτ. 1884/β/10-5-1999, 8099/β/2-11-1999 και 865/γ/10-5-2002 πιστοποιητικά νοσηλείας του νοσοκομείου «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ» και ε) την υπ’αριθ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία μάλιστα μνημονεύει ειδικώς. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 559 αριθ.11γ΄ ΚΠολΔ αντίθετος τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Μάλιστα, καταδικάστηκα στα δικαστικά έξοδα του Ο.Λ.Π., σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, σε 3.000 ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο είχε συμψηφίσει αυτά, και με την υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε επιπλέον 2.700 ευρώ. Εν συνόλω δηλαδή υποχρεώθηκα να καταβάλω δικαστικά έξοδα 5.700 ευρώ, κι ενώ ως παθών διεκδικούσα την αποζημίωσή μου βρέθηκα να οφείλω ποσά και να ζημιώνομαι περαιτέρω στην περιουσία μου.
 Συνέπεια των ανωτέρω είναι η ανυπολόγιστη ψυχική ταλαιπωρία και ηθική βλάβη που υφίσταμαι τα τελευταία δεκαπέντε έτη, από τότε που υπέστην το σοβαρότατο αυτό ατύχημα, που παραλίγο να μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζωή, και ειδικότερα από το 2007 όταν δηλ. κατέθεσα την με αριθμό καταθέσεως 1574/21-2-2007 αγωγή μου, που απορρίφθηκε και στους τρείς (3) βαθμούς δικαιοδοσίας. Τραγική συνέπεια της απόρριψης της ένδικης αγωγής μου είναι το γεγονός ότι αφενός δεν αποζημιώθηκα για πραγματοποιηθείσες δαπάνες μου, με το πρόσχημα-πρόφαση-άλλοθι της παραγραφής των αξιώσεών μου, αφετέρου ότι απορρίφθηκε οριστικά, τελεσίδικα και αμετάκλητα, το δικαίωμά μου να αποζημιωθώ για μελλοντικές δαπάνες μου τις οποίες εφ’όρου ζωής θα υφίσταμαι, λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας μου. Μάλιστα δε, η αγωγή μου απορρίφθηκε, διότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δέχθηκαν, εντελώς αναιτιολόγητα, και τυπολατρικά, ότι τάχα οι αξιώσεις μου είχαν υποπέσει σε παραγραφή, ενώ τα ίδια Δικαστήρια, σε προηγούμενα στάδια του δικαστικού μου αγώνα, ως άνω, είχαν δεχθεί ότι δεν συνέτρεχε παραγραφή των αξιώσεών μου, κι ενώ πρωτίστως η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από το Εφετείο Πειραιώς, ως άνω, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα από το αιτιολογικό και διατακτικό της αποφάσεως. Το γεγονός αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ήδη βεβαρημένη υγεία μου, και καθιστά αβέβαιη αυτή την ίδια μου τη ζωή και επιβίωση.
            Με την παρούσα προσφυγή μου ζητώ την αποκατάσταση της νομιμότητας και την απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής μου βλάβης, καθόσον οι ανωτέρω περιγραφείσες ενέργειες του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, αλλά εν συνόλω και των προηγούμενων Δικαστηρίων (Πρωτοδικείου Πειραιώς, Εφετείου Πειραιώς) συνιστούν ευθείες παραβιάσεις των άρθρων 6 §§ 1, 2 και 2, αλλά και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, της Συμβάσεως.




Si nécessaire, continuer sur une feuille séιparée
Continue on a separate sheet if necessary
Εάv χρειαστεί, συvεχίστε σε χωριστό φύλλo χαρτιoύ
III -     EXPOSÉ DE LA OU DES VIOLATION(S) DE LA CONVENTION ET/OU DES
PROTOCOLES ALLÉGUÉE(S), AINSI QUE DES ARGUMENTS À L-APPUI
STATEMENT OF ALLEGED VIOLATION(S) OF THE CONVENTION AND/OR
PROTOCOLS AND OF RELEVANT ARGUMENTS
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ Ή ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΒIΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑI /Η
ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΤΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑI ΤΩΝ ΕΠIΧΕIΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΕΤΕ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ IΣΧΥΡIΣΜΩΝ ΣΑΣ

(Voir chapitre III de la note explicative)
(See Part III of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo III τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

15.

Α. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΧΡΗΣΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (άρθρο 6 ΕΣΔΑ)

Δίκαια Δίκη (άρθρο 6 § 1)

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση (…) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (…)».
 Ο όρος «δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως» έχει δημιουργήσει στο παρελθόν προβλήματα ως προς την ερμηνεία του. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ ήδη από τη δεκαετία του 1970 προέκρινε την τελολογική – λειτουργική ερμηνεία του όρου, αποφαινόμενο ότι «η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1 (άρθρο 6-1) είναι πολύ ευρύτερη: η γαλλική διατύπωση "contestations sur (des) droits et obligations de caractère civil" καλύπτει όλες τις διαδικασίες το αποτέλεσμα των οποίων είναι καθοριστικό για ιδιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το αγγλικό κείμενο “determination of … civil rights and obligations” επιβεβαιώνει αυτήν την ερμηνεία. Ο χαρακτήρας της νομοθεσίας που ορίζει πώς θα επιλυθεί η υπόθεση (αστικού, εμπορικού, διοικητικού δικαίου, κ.λπ.) και αυτός της αρχής που έχει δικαιοδοσία επί της υποθέσεως (τακτικό δικαστήριο, διοικητικό σώμα κ.λπ.) είναι γι’αυτό τον λόγο μικρής σημασίας (Βλ. inter alia απόφαση Ringeisen v. Austria, 16.7.1971).
 Με άλλα λόγια, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 6 § 1, όσον αφορά στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αστικής φύσεως, πρέπει να υπάρχει «αμφισβήτηση» επί «δικαιώματος» «ιδιωτικής φύσεως» που να μπορεί να υποστηριχθεί, τουλάχιστον κατά τρόπο βάσιμο, ότι αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο. Περαιτέρω, πρέπει να πρόκειται για πραγματική και σοβαρή «αμφισβήτηση», αφορώσα τόσο την ίδια την ύπαρξη ενός δικαιώματος, όσο και την έκταση ή τον τρόπο άσκησής του. Η δε έκβαση της διαδικασίας πρέπει να είναι καθοριστική για το εν λόγω δικαίωμα αστικής φύσεως (Βλ. Frydlender κατά Γαλλίας, απόφαση της 27.6.2000, αριθ. 30979/96, σκ. 27), αφού ένας αμυδρός δεσμός ή μακρινές επιπτώσεις δεν επαρκούν για την εφαρμογή του άρθρου 6 § 1 (Βλ. Balmer – Schafroth κατά Ελβετίας, απόφαση της 26.8.97, σκ. 32, Le Compte, Van Leuven και De Meyere κατά Βελγίου, απόφαση της 23.6.81, σκ. 47).
 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στην έννοια των δικαιωμάτων αστικής φύσεως εντάσσονται και οι αστικές αξιώσεις μου κατά του Ο.Λ.Π., που στηρίζονται στην τέλεση σε βάρος μου αδικοπραξίας.

1.                  Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο

Βασικό και πρωταρχικό εννοιολογικό περιεχόμενο της «δίκαιας δίκης» είναι σαφέστατα το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Η εφαρμογή, ωστόσο, από τα εθνικά δικαστήρια διατυπώσεων οι οποίες πρέπει να τηρούνται για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος και ανάγονται στο παραδεκτό αυτού, είναι δυνατόν να θίγει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει, όταν η εξαιρετικά φορμαλιστική ερμηνεία της κοινής νομιμότητας από δικαστήριο εμποδίζει, εν τοις πράγμασιν, την επί της ουσίας εξέταση του ασκηθέντος από τον ενδιαφερόμενο ενδίκου βοηθήματος (Běleš κ.λπ. κατά της Δημοκρατίας της Τσεχίας, § 69, Zvolský και Zvolská κατά της Δημοκρατίας της Τσεχίας, n 46129/99, § 55, CEDH 2002-IX). Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το «δικαίωμα σε δικαστήριο» (right to a court) υπόκειται σε εμμέσως αποδεκτούς περιορισμούς, ιδία δε όσον αφορά στις σχετικές προς το παραδεκτό προσφυγής προϋποθέσεις. Εν τούτοις, οι περιορισμοί αυτοί δεν θα έπρεπε να εμποδίζουν την πρόσβαση πολίτη κατά τρόπο ή σε σημείο που να θίγεται ουσιαστικά το δικαίωμά του σε δικαστήριο. Παρόμοιος περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 6 § 1, παρά μόνον εάν έχει θεμιτό στόχο και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό (Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Συγγελίδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010,  Τσαλκιτζής κατά  Ελλάδος, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Edificaciones March Gallego S.A. κατά της Ισπανίας, απόφαση από 19 Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-I, σελ. 290, παρ. 34).

Επομένως, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, αλλά εν γένει και τα προηγούμενα δικαστήρια (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, Εφετείο Πειραιώς) αρνήθηκαν ουσιαστικά να δικάσουν την υπόθεσή μου, δεχόμενα την ένσταση παραγραφής του δικαιώματός μου, που προέβαλε ο Ο.Λ.Π., εντελώς αβάσιμα, αναιτιολόγητα, αυθαίρετα και προεχόντως φορμαλιστικά. Μάλιστα, δεν αξιολόγησαν τα υπάρχοντα εντός του φακέλου αποδεικτικά στοιχεία, και δή την παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, απλά και μόνον προκειμένου να στηρίξουν την κρίση τους ότι τάχα το δικαίωμά μου είχε παραγραφεί. Με τον τρόπο, όμως, αυτό προσέβαλαν βάναυσα το δικαίωμά μου προσβάσεως σε δικαστήριο, και κρίσεως επί της ουσίας της υποθέσεώς μου.

2.                  Αιτιολογία

 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων και των Εισαγγελέων, να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους (Βλ. Van de Hunk v. Netherlands, απόφαση της 19.4.1994, série A, no 288, p. 20, § 61), αν και δεν δύναται να εκληφθεί ως άρθρο με το οποίο απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα, καθώς η έκταση της υποχρέωσης αυτής δύναται να διαφέρει αναλόγως του είδους της αποφάσεως (Βλ. Νάστος κατά Ελλάδος, απόφαση της 30.3.2006, σκ. 26). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απουσία οιασδήποτε αιτιολογίας ως προς τους λόγους απόρριψης της αιτήσεως είναι ικανή κατά το Δικαστήριο να χαρακτηρίσει την απόφαση ως αυθαίρετη (Βλ. ad hoc, Γώρου κατά Ελλάδος (4), απόφαση της 11.1.2007, Νο 9747/04, § 22).
 Ειδικότερα:
Κατόπιν άσκησης της από 26-11-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1340/2008 εφέσεώς μου κατά της 1385/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε αυτή τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως προς το κατά το σκεπτικό σκέλος της (της αοριστίας), και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η απόφασή Του, και διετάχθη, με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου, πραγματογνωμοσύνη από ένα πραγματογνώμονα, προκειμένου, αφού λάβει γνώση της από το ατύχημα προκληθείσας βλάβης της υγείας μου και των εν γένει συνεπειών της και της τυχόν έκτοτε διαχρονικής εξέλιξης της πάθησής μου, και αφού με εξετάσει, να γνωμοδοτήσει επί των εξής θεμάτων: Αν η στην αγωγή περιγραφόμενη κατά τον Μάρτιο 2006 ως και κατά το χρόνο της άσκησής της κατάσταση της υγείας μου αποτελεί αναμενόμενη και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προβλέψιμη επιδείνωση και σταδιακή δυσμενή εξέλιξη της αρχικής πάθησής μου, ή, αντιθέτως, πρόκειται για απρόβλεπτη, ασυνήθιστη και αναπάντεχη επιδείνωσή της, συνεκτιμώντας προς τούτο και το είδος και το περιεχόμενο της κατά την ένδικη αγωγή ακολουθούμενης συγκεκριμένης θεραπείας και εφαρμοζόμενης υποστήριξης και φροντίδας μου. Συγκεκριμένα δε, ορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο ιατρός-νευροχειρουργός, κ. Δημήτριος Αντωνίου, όπως προανέφερα.
Εν συνεχεία, ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, κ. Δημήτριος Αντωνίου, αφού έδωσε στις 23-11-2009 τον προσήκοντα όρκο ενώπιον της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, συνταγείσης της υπ’αριθμ. 29/2009 έκθεσης όρκισης πραγματογνώμονα, ολοκλήρωσε και ενεχείρισε στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου την από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, συνταγείσης της από 28-12-2009 υπ’αριθμ. 30/2009 εκθέσεως εγχειρίσεως.
 Αμέσως μετά, με την υπ’αριθμ. 36/13-1-2010 κλήση μου κατά του Ο.Λ.Π., ζήτησα να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της από 26-11-2008 ως άνω εφέσεώς μου, επί τω τέλει όπως αυτή γινόταν δεκτή, και ωσαύτως και η αγωγή μου.
 Στη συνέχεια, το Εφετείο Πειραιώς εξέδωσε την υπ’αριθμ. 832/2010 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή μου λόγω παραγραφής, μη δεχόμενο ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ τη γνωμοδότηση του ειδικού ως άνω πραγματογνώμονος.
 Εν συνεχεία, άσκησα αίτηση αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης, και επί της αιτήσεώς μου αυτής εκδόθηκε η ΕΝΔΙΚΗ υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αυτή απορρίφθηκε συλλήβδην, και δή εντελώς αναιτιολόγητα, και αυθαίρετα, contra στην από 4-5-2012 έκθεση εισήγησης του Εισηγητή Αρεοπαγίτη, κ. Εμμανουήλ Κλαδογένη, ως άνω.
  Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, αφού το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέθεσε αυτούσια την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες όσον αφορά την κατάσταση και την εξέλιξη της υγείας του αναιρεσείοντος, αλλά και όσον αφορά το γεγονός ότι ήταν αναμενόμενη και προβλέψιμη η δυσμενής εξέλιξη της αρχικής παθήσεώς του και ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αντίθετος δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 Επί του στηριζομένου στο άρθρο 559 αριθ. 11γ΄ ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεώς μου, το Δικαστήριο τον απέρριψε εντελώς συνοπτικά, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα, με την εξής αιτιολογία:
 «…Από την βεβαίωση αυτήν του Εφετείου, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα από τον αναιρεσείοντα αναφερόμενα έγγραφα, ήτοι α) την από 12-3-2007 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου Χρυσούλας Διαμαντοπούλου, β) την υπ’αριθ. Πρωτ. 25241/Φ206/13-9-2010 βεβαίωση του ιατρού Κων/νου Κουζέλη, γ) το από 10-12-2003 σημείωμα του ιατρού Νικολάου Τσιλιμιγκάκη, δ) τα υπ’αριθ. Πρωτ. 1884/β/10-5-1999, 8099/β/2-11-1999 και 865/γ/10-5-2002 πιστοποιητικά νοσηλείας του νοσοκομείου «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ» και ε) την υπ’αριθ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία μάλιστα μνημονεύει ειδικώς. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 559 αριθ.11γ΄ ΚΠολΔ αντίθετος τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος».
 ΟΜΩΣ, η από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ως έγγραφο παραμορφώθηκε πλήρως από τα Ελληνικά Δικαστήρια, και υποτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό που προκαλείται βεβαιότητα ότι ουδόλως ελήφθη υπόψη, αν και πρόκειται περί γνώμης του ΠΛΕΟΝ ΕΙΔΙΚΟΥ, έχει επί λέξει ως εξής:
«Η τραυματική βλάβη του νωτιαίου μυελού εγκαταλείπει στον ασθενή μία πληθώρα νευρολογικών προβλημάτων και συνακόλουθα διαταραχών από τα άλλα συστήματα του οργανισμού, αφού το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι το σύστημα που εφορεύει-προΐσταται των υπολοίπων. Η έκταση, το μέγεθος, η ένταση και ο χρόνος εμφάνισης ή επιδείνωσης των δυσλειτουργιών των υπολοίπων συστημάτων, ως συνέπεια της αρχικής βλάβης είναι αδύνατο να καθορισθούν. Υπάρχουν βλάβες του νωτιαίου μυελού που δεν επιτρέπουν στον ασθενή καμία κινητικότητα ή αισθητικότητα από το επίπεδο της βλάβης και κάτω αλλά και άλλες στις οποίες ο ασθενής έχει μειωμένη κινητικότητα (παραπάρεση) και μερική λειτουργικότητα της ουροδόχου κύστεως, των γεννητικών οργάνων και του ορθού. Στην περίπτωση του ενάγοντος οι επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν το 2006 όπως βεβαιώνεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά ήταν μη προβλέψιμες ή αναμενόμενες και σε πληθώρα άλλων ασθενών με νευρολογική βλάβη δεν έχουν συμβεί. Εν ολίγοις κάθε ασθενής μετά από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού αποτελεί μία ξεχωριστή μονάδα. Σήμερα η υποτυπώδης βάδιση του ενάγοντος καταπονεί το δεξιό του ισχίο. Ενδεχομένως στο μέλλον να χρειασθεί αλλαγή της δεξιάς κατ’ισχίον άρθρωσης χωρίς όμως αυτό να μπορεί να το βεβαιώσει κανείς, όπως δεν ήταν βέβαιο όταν επήλθε ο αρχικός τραυματισμός εάν θα έφθανε ποτέ στο σημείο να βαδίσει έστω και λίγο με βοήθεια. Οι απροσδόκητες επιπλοκές ενός σοβαρού τραυματισμού της σπονδυλικής στήλης (π.χ. σχηματισμός συριγγομυελίας, χαλάρωση υλικών σπονδυλοδεσίας κ.λπ.) αναφέρονται και στο έγκυρο αγγλόφωνο σύγγραμμα νευροχειρουργικής του Youmans. Επομένως οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος που εμφανίσθηκαν το 2006 ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού του. Οι θεραπευτικές αγωγές που ακολουθήθηκαν με την υπόδειξη και την στενή παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς του ήταν οι ενδεδειγμένες και πρέπει να συνεχίζονται εφ’όρου ζωής με έξι διαλείποντες καθετηριασμούς ημερησίως και νοσηλευτική φροντίδα, καθώς και εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης για την συντήρηση της όποιας μυϊκής ισχύος διαθέτει στα κάτω άκρα, αφού ο ίδιος μόνος του δεν είναι σε θέση να σταθεί και να βαδίσει αυτόνομα».
 Ακόμη δε και ο ίδιος ο τεχνικός σύμβουλος του αντιδίκου μου, Ο.Λ.Π., κ. Δημήτριος Ράδος, ως άνω, που εκ του νόμου δύναται να ψεύδεται υπέρ του εντολέα του, βεβαίωσε τα εξής:
«…οι επιπλοκές της υγείας του ενάγοντος, που εμφανίσθηκαν το έτος 2006, δεν ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες με την έννοια, ότι η βλάβη του νωτιαίου μυελού, που υπέστη αυτός, είναι δυνατόν να επιφέρει βλάβες που εκδηλώνονται άμεσα μετά την κάκωση (διαταραχές κίνησης και σφιγκτήρων), αλλά και βλάβες που μπορεί να εκδηλωθούν στο απώτερο μέλλον (βλάβες στα οστά και στις αρθρώσεις από την κακή στάση και βάδιση, αλλά και βλάβες στην κύστη και στο έντερο από την κακή λειτουργία τους), χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι προβλέψιμες και αναμενόμενες, αλλά ότι η έκταση αυτών και ο χρόνος που θα εκδηλωθούν δεν είναι προβλέψιμος…».
 Δηλαδή είναι πρόδηλο, πασιφανές και πασίδηλο ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, και δή από την ύπερθεν έκθεση πραγματογνωμοσύνης, προέκυπτε υποχρέωση των Ελληνικών Δικαστηρίων να δεχτούν ότι οι επιπλοκές της υγείας μου, που εμφανίσθηκαν το 2006, ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, και προκάλεσαν νέες χρόνιες παθήσεις με αιτιώδη συνάφεια του αρχικού τραυματισμού μου, και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε παραγραφή των δικαιωμάτων μου, άλλως έπρεπε να αιτιολογήσουν ειδικά με πειστικά επιχειρήματα και εμπεριστατωμένα την αντίθετη «άκριτη» άποψή τους, contra στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη που τα ίδια διέταξαν, διότι έτσι κατέστησαν τις αποφάσεις τους αναιτιολόγητες ως αυθαίρετες, και πρωτίστως άδικες για το άτομό μου.
 Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως λόγω ελλείψεως νομίμου αιτιολογίας, για θέμα που ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την ευδοκίμηση της αγωγής μου, και που καθιστά ωσαύτως τις αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων άδικες ως προδήλως αυθαίρετες.

         3. Εύλογος χρόνος της διαδικασίας

 Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να έχει πραγματικό αντίκρισμα η ζητούμενη έννομη προστασία, πρέπει η δικαστική επίλυση της διαφοράς να λάβει χώρα μέσα σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρόνο. Ο δε εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μίας διαδικασίας εκτιμάται ειδικώτερα υπό το φως της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών, καθώς και του αντικειμένου της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο (βλ. Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII) και σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης, οι οποίες επιβάλλουν μία συνολική αξιολόγηση (βλ. Piccolo κατά Ιταλίας, αριθ. 45891/99, § 10, απόφαση της 7.11.2000). Εξάλλου, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (βλ. Richert – Luna κατά Γαλλίας, αριθ. 48566/99, §47, 8.4.2003, Signe κατά Γαλλίας, αριθ. 55875/2000, § 37, απόφαση της 14.10.2003), τα συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την ευθύνη να οργανώσουν το δικαστικό σύστημά τους κατά τρόπον, ώστε να μπορούν να εγγυηθούν σε όλους το δικαίωμα να δικαστούν μέσα σε λογική προθεσμία. Ωστόσο, η ακολουθούμενη στην Ελλάδα πρακτική σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης αντιβαίνει συνολικά στις επιταγές της Συμβάσεως ως προς τον εύλογο χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, κάτι που έχει διαγνώσει πολλάκις το Δικαστήριο κατά το πρόσφατο παρελθόν (βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Πασχαλίδης κλπ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 12.3.1997, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, απόφαση της 22.10.1997, Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδος, απόφαση της 7.11.2000, Ασημομύτης κατά Ελλάδος, απόφαση της 14.10.2004, Παγώνης κατά Ελλάδος, απόφαση της 13.1.2011, Νάκα κατά Ελλάδος, απόφαση της 7.6.2011, Αγγελάκης κ.λπ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.10.2011).
 Εν προκειμένω, η αγωγή μου ασκήθηκε στις 21-2-2007 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου δημοσιεύτηκε στις 6-9-2012 και καθαρογράφηκε στις 5-11-2012. Δηλαδή η συνολική δικαστική εκκρεμότητα κράτησε επί 5 χρόνια και εννέα (9) μήνες, που συνιστά ανεπίτρεπτα μη εύλογο χρόνο διάρκειας της διαδικασίας, εάν ληφθεί –εκτός των άλλων – υπόψη ότι τα επιληφθέντα δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή μου, για τυπικούς λόγους, ήτοι αφενός ως τάχα αόριστη, αφετέρου ως τάχα εκπρόθεσμη.
 Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως αναφορικά με την εκδίκαση της υποθέσεώς μου μέσα σε λογική προθεσμία.


Β. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (άρθρο 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου)

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
 Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 περιέχει τρεις χωριστούς κανόνες: Ο πρώτος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και είναι γενικής φύσεως, θεσπίζει την αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος περιέχεται στην δεύτερη φράση του ιδίου εδαφίου, αφορά την στέρηση της ιδιοκτησίας και την υπάγει σε ορισμένους περιορισμούς. Ο τρίτος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν την χρήση της περιουσίας κατά το γενικό συμφέρον. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κανόνες που στερούνται σχέσης μεταξύ τους. Ο πρώτος και δεύτερος κανόνας, οι οποίοι αφορούν ειδικές περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της γενικής αρχής που καθιερώνει ο πρώτος κανόνας (βλ. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, αριθ. 33977/06, απόφαση της 22.5.2008, § 26). Η δε έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή διατυπώνεται στο πρώτο τμήμα του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, έχει μία αυτόνομη έννοια, η οποία δεν περιορίζεται στην κυριότητα ενσώματης περιουσίας (βλ. Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (αριθ. 2), αριθ. 36963/06, απόφαση της 25.6.2009, § 27). Μπορεί να είναι είτε «υφιστάμενη περιουσία» ή περιουσιακές αξίες, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων, δυνάμει των οποίων ο προσφεύγων δύναται να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον «νόμιμη προσδοκία» να αποκτήσει την πραγματική απόλαυση ενός δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, ό.π., Malhous κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας (déc.) [GC], αριθ. 33071/96, CEDH 2000-ΧΙΙ, Kopecký κατά Σλοβακίας [GC], αριθ. 44912/98, § 35, CEDH 2004-IX). Έτσι, σε κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται, εάν οι συνθήκες, κρινόμενες στο σύνολό τους, κατέστησαν τον προσφεύγοντα κύριο ενός ουσιαστικού συμφέροντος που προστατεύει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 (βλ. Ιατρίδης κατά Ελλάδας [GC], no 31107/96, § 54, CEDH 1999-II, Beyeler κατά Ιταλίας [GC], no 33202/96, § 100, CEDH-2000-I, Broniowski κατά Πολωνίας [GC], no 31443/96, § 129, CEDH 2004-V).

 Εν προκειμένω, είναι προφανές, ότι από τις παράνομες και αντιβαίνουσες προς τις επιταγές της Συμβάσεως διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προσεβλήθη το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας μου, καθόσον όπως αναφέρω στον προηγούμενο λόγο παραβίασης της Σύμβασης, χωρίς να επαναλάβω τα προλεχθέντα, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, με τις παραπάνω αποφάσεις απώλεσα, αφενός την περιουσία μου, συνιστάμενη στα έξοδα που είχα ήδη πραγματοποιήσει για την ιατροφαρμακευτική μου περίθαλψη, αφετέρου την προσδοκία δικαιώματός μου στην εφ’όρου ζωής αποζημίωσή μου.


Γ. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ (άρθρο 2 ΕΣΔΑ)

«Τo δικαίωμα εκάστoυ πρoσώπoυ εις τηv ζωήv πρoστατεύεται υπό τoυ vόμoυ»
Εν προκειμένω, είναι προφανές, ότι από τις παράνομες και αντιβαίνουσες προς τις επιταγές της Συμβάσεως διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προσεβλήθη το δικαίωμα της ζωής μου, καθόσον όπως αναφέρω στον προπροηγούμενο λόγο παραβίασης της Σύμβασης, χωρίς να επαναλάβω τα προλεχθέντα, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, με τις παραπάνω αποφάσεις απώλεσα την προσδοκία δικαιώματός μου στην εφ’όρου ζωής αποζημίωσή μου, και κινδυνεύω στη ζωή μου, και την σωματική μου ακεραιότητα, καθόσον ελλείψει των αναγκαίων οικονομικών πόρων δε δύναμαι να παράσχω στον εαυτό μου την προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και μάλιστα επειδή τα Ελληνικά Δικαστήρια έκριναν αβάσιμα και αναιτιολόγητα ότι παρεγράφησαν οι αξιώσεις μου, και ουχί ότι δεν είχα τέτοιες αξιώσεις. Με μία δε δογματική και φορμαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, ουδόλως πειστική σε μία δημοκρατική κοινωνία, προσβλήθηκε το δικαίωμά μου στη ζωή, που συνίσταται στο δικαίωμά μου να έχω την καλύτερη δυνατή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για την αντιμετώπιση των σοβαρών και ανίατων άμα προβλημάτων υγείας μου.


IV -     EXPOSÉ RELATIF AUX PRESCRIPTIONS DE L’ARTICLE 35 § 1 DE LA
CONVENTION
STATEMENT RELATIVE TO ARTICLE 35 § 1 OF THE CONVENTION
ΕΚΘΕΣΗ ΣΧΕΤIΚΗ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 35 ΠΑΡ. 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

(Voir chapitre IV de la note explicative. Donner pour chaque grief, et au besoin sur une feuille séparée, les renseignements demandιs sous les
points 16 à 18 ci-après)
(See Part IV of the Explanatory Note. If necessary, give the details mentioned below under points 16 to 18 on a separate sheet for each separate
complaint)
(Βλ. κεφάλαιo IV τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ. Εάv χρειαστεί, για τις πληρoφoρίες πoυ σας ζητoύvται πιo κάτω στα σημεία 16 έως 18, μπoρείτε vα χρησιμoπoιήσετε για κάθε παράπovo χωριστό φύλλo χαρτιoύ)


16.          Décision interne définitive (date et nature de la dιcision, organe - judiciaire ou autre - l’ayant rendue)
Final decision (date, court or authority and nature of decision)
Εσωτερική τελεσίδικη απόφαση (vα αvαφέρετε τηv ημερoμηvία, τηv φύση και τo όργαvo - δικαστικό ή άλλo - πoυ
εξέδωσε τηv απόφαση)


Υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα), ημερομηνία δημοσίευσης: 6-9-2012, ημερομηνία λήψης αντιγράφου: 5-11-2012, αναιρετική διαδικασία



17.          Autres décisions (énumérées dans l’ordre chronologique en indiquant, pour chaque décision, sa date, sa nature et
l’organe - judiciaire ou autre – l’ayant rendue)
Other decisions (list in chronological order, giving date, court or authority and nature of decision for each of them)
Αλλες απoφάσεις (vα τις παραθέσετε με χρovoλoγική σειρά και vα αvαφέρετε τηv ημερoμηvία, τηv φύση και τo
όργαvo -δικαστικό ή άλλo- πoυ εξέδωσε τηv κάθε απόφαση)

1.      Υπ’αριθμ. 2582/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
2.      Υπ’αριθμ. 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
3.      Υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
4.      Υπ’αριθμ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
5.      Υπ’αριθμ. 1385/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
6.      Υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
7.      Υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
8.      Υπαριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς




18.          Dispos(i)ez-vous d’un recours que vous n'avez pas exercé? Si oui, lequel et pour quel motif n’a-t-il pas été exercé?
Is there or was there any other appeal or other remedy available to you which you have not used? If so, explain why
you have not used it.
Υπάρχει ή υπήρχε στη διάθεσή σας άλλo έvδικo μέσo τo oπoίo δεv ασκήσατε; Εάv vαι, vα αvαφέρετε τoυς λόγoυς για τoυς oπoίoυς δεv ασκήσατε τo συγκεκριμέvo έvδικo μέσo.

Όχι, δεν υπήρχε στη διάθεσή μου άλλο ένδικο μέσο, το οποίο να μην άσκησα.





Si nécessaire, continuer sur une feuille séιparée
Continue on a separate sheet if necessary
Εάv χρειαστεί, συvεχίστε σε χωριστό φύλλo χαρτιoύ
V -       EXPOSÉ DE L’ OBJET DE LA REQUÊTE
STATEMENT OF THE OBJECT OF THE APPLICATION
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤIΚΕIΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

(Voir chapitre V de la note explicative)
(See Part V of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo V τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

19.

Με την παρούσα προσφυγή μου επιδιώκω την αποκατάσταση της νομιμότητας και την απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής μου βλάβης, καθόσον οι ανωτέρω περιγραφείσες ενέργειες του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, αλλά εν συνόλω και των προηγούμενων Δικαστηρίων (Πρωτοδικείου Πειραιώς, Εφετείου Πειραιώς) συνιστούν ευθείες παραβιάσεις των άρθρων 6 §§ 1, 2 και 2, αλλά και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, της Συμβάσεως.
 Ειδικότερα:
Α. Ως προς την περιουσιακή μου βλάβη επιδιώκω: α) την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 50.558,95 ευρώ, νομιμοτόκως, για πραγματοποιηθείσες δαπάνες μου (όπως ακριβώς αναφέρεται στην από 20-2-2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και β) την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 847.869,72 ευρώ, νομιμοτόκως, για τις μελλοντικές δαπάνες μου, τις οποίες εφ’όρου ζωής θα υφίσταμαι, λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας μου (όπως ακριβώς αναφέρεται στην από 20-2-2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς).
Β. Ως προς την ηθική μου βλάβη επιδιώκω: την αποζημίωσή μου με το ποσόν των 200.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστην συνολικά από τις παραβιάσεις των άρθρων της Συμβάσεως που παραπάνω αναφέρω αναλυτικά.
Γ. Ως προς τα δικαστικά μου έξοδα επιδιώκω: 5.000 ευρώ για τα εν γένει δικαστικά μου έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μου ενώπιον του Δικαστηρίου Σας (για τη σύνταξη της παρούσας προσφυγής, αλλά κι εν γένει για κάθε επιμέρους πράξη που απαιτείται).



VI -     AUTRES INSTANCES INTERNATIONALES TRAITANT OU AYANT TRAITÉ
L’AFFAIRE
STATEMENT CONCERNING OTHER INTERNATIONAL PROCEEDINGS
ΑΛΛΑ ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΑΣ

(Voir chapitre VI de la note explicative)
(See Part VI of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo VI τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

20.          Avez-vous soumis à une autre instance internationale d’enquête ou de règlement les griefs énoncés dans la présente
requête? Si oui, fournir des indications dιtaillées à ce sujet.
Have you submitted the above complaints to any other procedure of international investigation or settlement? If so,
give full details.
Εχετε υπoβάλει τα ως αvωτέρω παράπovά σας σε άλλη διεθvή διαδικασία διερεύvησης ή επίλυσης διαφορών; Εάv vαι, δώστε πλήρεις λεπτομέρειες για τo θέμα αυτό.

Όχι, δεν έχω υποβάλει τα ανωτέρω παράπονά μου σε άλλη διεθνή διαδικασία διερεύνησης ή επίλυσης διαφορών.



VII.     PIÈCES ANNEXÉES
(PAS D’ORIGINAUX,
UNIQUEMENT DES COPIES ;
PRIÈRE DE N’ UTILISER NI AGRAFE,
NI ADHÉSIF, NI LIEN D'AUCUNE SORTE)
LIST OF DOCUMENTS
(NO ORIGINAL DOCUMENTS,
ONLY PHOTOCOPIES,
DO NOT STAPLE, TAPE OR BIND DOCUMENTS)
ΕΠIΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
(ΟΧI ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΕΓΓΡΑΦΑ,
ΜΟΝΟ ΑΝΤIΓΡΑΦΑ.
ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΊΤΕ ΣΥΡΡΑΠΤΙΚΌ,
ΑΥΤΟΚΌΛΛΗΤΗ ΤΑΙΝΙΑ Ή ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ
ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΔΕΣΕΤΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ)

(Voir chapitre VII de la note explicative. Joindre copie de toutes les décisions mentionnées sous ch. IV et VI ci-dessus. Se procurer, au besoin, les copies nécessaires, et, en cas d’impossibilité, expliquer pourquoi celles-ci ne peuvent pas être obtenues. Ces documents ne vous seront pas retournés.)
(See Part VII of the Explanatory Note. Include copies of all decisions referred to in Parts IV and VI above. If you do not have copies, you should obtain them. If you cannot obtain them, explain why not. No documents will be returned to you.)
(Βλ. κεφάλαιo VII τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ. Να επισυvάψετε αvτίγραφo όλωv τωv απoφάσεωv στις oπoίες αvαφέρεστε στα κεφάλαια IV και VI της παρoύσας πρoσφυγής. Καvέvα έγγραφo δεv θα σας επιστραφεί. Για τov λόγo αυτό πρέπει vα πρoμηθευτείτε αvτίγραφα και, σε περίπτωση αδυvαμίας, vα εξηγήσετε τoυς λόγoυς αυτής.

  1. Υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα)

  1. Υπ’αριθμ. 2582/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  2. Υπ’αριθμ. 506/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  3. Υπ’αριθμ. 189/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  4. Υπ’αριθμ. 5016/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  5. Υπ’αριθμ. 1385/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)
  6. Υπ’αριθμ. 293/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  7. Υπ’αριθμ. 666/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  8. Υπ’αριθμ. 832/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς
  9. Από 17-5-2012 προτάσεις μου ενώπιον του Αρείου Πάγου
  10. Από 27-5-2009 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  11. Από 14-10-2010 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  12. Από 12-1-2010 με αριθμό 36/13-1-2010 κλήση μου ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς
  13. Από 26-11-2008 με αριθμό 1340/2008 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου-εφέσεως στο Πρωτοδικείο Πειραιώς
  14. Από 14-11-2007 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
  15. Από 24-10-2007 προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουσή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
  16. Από 20-2-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1574/2007 αγωγή μου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εφ’ης εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’αριθμ. 1431/2012 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2΄ Πολιτικό Τμήμα))
  17. Από 23-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του κ. Δημήτριου Γ. Αντωνίου, Νευροχειρουργού, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών (σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 666/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς)
  18. Από 20-12-2009 ιατρική γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου του αντιδίκου μου (ΟΛΠ), κ. Δημήτριου Ράδου, νευροχειρουργού
  19. Υπ’αριθμ. πρωτ. 8099/β από 2-11-1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Ασκληπιείου Βούλας»
  20. Υπ’αριθμ. πρωτ. 1884/β από 10-3-1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Ασκληπιείου Βούλας»
  21. Από 10-3-2003 ιατρικό σημείωμα του Ιατρού Παθολόγου-Ρευματολόγου, κ. Νικόλαου Τσιλιμιγκάκη
  22. Από 12-3-2007 γνωμάτευση της Ψυχιάτρου του Ελληνικού Κέντρου ψυχικής υγιεινής και ερευνών, κ. Χρυσούλας Διαμαντοπούλου
  23. Υπ’αριθμ. πρωτ. 25241/Φ206 από 13-9-2010 ιατρική βεβαίωση του Διευθυντή του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Νοσοκομείου Γ.Ν. Ελευσίνας «Θριάσιο», κ. Κων/νου Κουζέλη
Επιφυλασσόμενος να προσκομίσω και άλλα έγγραφα κατά την πρόοδο της διαδικασίας







































VIII - DÉCLARATION ET SIGNATURE
DECLARATION AND SIGNATURE
ΔΗΛΩΣΗ ΚΑI ΥΠΟΓΡΑΦΗ

(Voir chapitre VIII de la note explicative)
(See Part VIII of the Explanatory Note)
(Βλ. κεφάλαιo VIII τoυ επεξηγηματικoύ δελτίoυ)

22.          Je déclare en toute conscience et loyauté que les renseignements qui figurent sur la présente formule de requête sont
exacts.
I hereby declare that, to the best of my knowledge and belief, the information I have given in the present application
form is correct.

Δηλώvω με ευσυvειδησία και τιμιότητα ότι oι παρασχόμεvες στηv παρoύσα πρoσφυγή πληρoφoρίες είvαι ακριβείς.







Lieu/Place/Τόπoς
Date/Date/Ημερoμηvία

Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 2013





(Signature du/de la requérant(e) ou du/de la représentant(e))
(Signature of the applicant or of the representative)
(Υπoγραφή τoυ πρoσφεύγovτα / της πρoσφεύγoυσας
και τoυ εκπρoσώπoυ τoυ / της)



Ο Προσφεύγων


_______


 Ο Εκπρόσωπος του Προσφεύγοντος-Πληρεξούσιος Δικηγόρος του
Δυνάμει του από 18-2-2013 συνημμένου Πληρεξουσίου

_______



* Si le/la requérant(e) est représenté (e), joindre une procuration signée par le/la requérant(e) en faveur du/de la représentant(e).
A form of authority signed by the applicant should be submitted if a representative is appointed.
Πρέπει vα υπoβάλλετε πληρεξoύσιo υπoγεγραμμέvo από τov πρoσφεύγovτα / τηv πρoσφεύγoυσα εάv
αυτός/ αυτή εκπρoσωπείται.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...