Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. 2472/97. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. 2472/97. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Παραβιάζει ο Δικηγόρος προσωπικά δεδομένα ενώπιον Δικαστηρίων ;



Μία εξαιρετικά μεν ενδιαφέρουσα, και εν μέρει αιτιολογημένη (σε ό,τι αφορά στην προϋπόθεση της επέμβασης σε "αρχείο" και στην διασταλτική ερμηνεία της από άλλα Δικαστήρια) απόφαση του Αρείου Πάγου, πλην όμως εξόχως προβληματική, βάσει των πραγματικών περιστατικών του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού: α) Περιορίζει ανεπίτρεπτα την νομιμότητα της κατ'εξαίρεση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον Δικαστηρίου, ερμηνεύοντας εσφαλμένα και τυποποιημένα τις αρχές της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και β) Ποινικοποιεί αδιακρίτως την συμπεριφορά των δικηγόρων, ως υπερασπιστών, και ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, που κάνουν χρήση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά σε διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίων, ερχόμενη, έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, σε αντίθεση (κατ'αναλογίαν) με την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι δεν τελείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης όταν "τρίτος" είναι (αποκλειστικά) Δικαστικός Λειτουργός.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Αθωωτική απόφαση για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997, τελεσθείσα άπαξ από κοινού ως και κατ’εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Επέμβαση σε αρχείο και κατ’εξαίρεση λήψη άδειας για επέμβαση σε αρχείο. Περιπτώσεις λήψης άδειας. Η επεξεργασία να είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση δικαιώματος ενώπιον Δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. Απαλλαγή του υπευθύνου επεξεργασίας από την λήψη της ως άνω άδειας. Περιπτώσεις απαλλαγής. Απαλλαγή δικηγόρων, μεταξύ άλλων προσώπων, εφ’όσον πρόκειται για παροχή νομικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. Πραγματικά περιστατικά. Αρχεία της Εισαγγελίας: αρχεία που περιέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Χρήση πιστοποιητικού ασκήσεως ποινικής διώξεως εις βάρος του νυν μηνυτή - δικηγόρου, το οποίο αποκτήθηκε κατόπιν υποβολής νόμιμης αιτήσεως στην Εισαγγελία. Αθωωτική απόφαση, αφού ο κατηγορούμενος δεν προέβη σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλά αποκτήθηκε το πιστοποιητικό κατόπιν αιτήσεως. Ο δεύτερος, δε, κατηγορούμενος χρησιμοποίησε και αυτός το πιστοποιητικό προς υπεράσπισή του, χωρίς δόλο χρήσης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, γνωρίζοντας παράλληλα και ο ίδιος την υπόθεση από τον ίδιο τον νυν εγκαλούντα - δικηγόρο, αφού ήταν συγγενείς και φίλοι. Αθώωση και του τρίτου κατηγορουμένου - δικηγόρου του δεύτερου κατηγορουμένου. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία. Ενώ το Δικαστήριο δέχεται ότι το πιστοποιητικό νομίμως εξήχθη από την Εισαγγελία, αντιφατικά δέχεται, ότι χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντος ο πρώτος κατηγορούμενος το παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο. Όσον αφορά, δε, στον τρίτο κατηγορούμενο δεν διαλαμβάνει οποιαδήποτε αιτιολογία για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού και για ποιο λόγο η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πελάτη του, τα οποία, σημειωτέον, ουδόλως προσδιορίζονται, δεν μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Αναιρεί την υπ’αριθμ. 730/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου για τους ως άνω λόγους.

Αριθμός 901/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 730/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με κατηγορούμενους τους: 1. ... 3. ... Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ... . Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία …/21-12-2018 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Δασούλα, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2019. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 παρ. 3 του αυτού Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οιασδήποτε αποφάσεως εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ`, Ε` και Η` ΚΠΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 730/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Ναυπλίου, με την οποία οι κατηγορούμενοι ... κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997, τελεσθείσα άπαξ από κοινού ως και κατ'εξακολούθηση, έχει ασκηθεί νόμιμα, με εμπρόθεσμη αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και την σύνταξη της σχετικής εκθέσεως στις 21-12-2018, ήτοι εντός της μηνιαίας προθεσμίας από την καταχώρηση της προσβαλλομένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, που έλαβε χώρα στις 23-11-2018, περιέχει, δε, ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, σαν να ήταν παρόντες και οι εκ των αναιρεσειβλήτων ... και ..., οι οποίοι αν και, σύμφωνα με τα από 9-1-2019 και 15-1-2019 αποδεικτικά επιδόσεως του Αρχ/κα του AT ... και του επιμελητή της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου ..., αντίστοιχα, κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο της 5-2-2019, κατά την οποία, με την με αριθμό 242/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίστηκαν ούτε παραστάθηκαν κατ'αυτήν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 513 παρ. 1 εδ. γ`, 2, 515 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ).

Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 "Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, "Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις", ενώ κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου "Αν οι πράξεις των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α` , β` , γ` , δ` , ε`, ι` και ια` του αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν την φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, την συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή) καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα " ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια...ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός... ι) "Αποδέκτης" είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι και ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν 2472/1997 οι διατάξεις αυτού "εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στην μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Τέλος, στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ'εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις : α)...β)...γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 2915/2001), δ)...3. Η Αρχή χορηγεί άδεια συλλογής και επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας σχετικού αρχείου, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας) και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα, δε, υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Εξάλλου, κατά το άρθρο 7Α παρ. 1 περιπτ. ε΄ του ως άνω νόμου, ως αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 3471/2006, "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις : ...ε) Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ή εταιρείες των προσώπων αυτών και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας και τα μέλη των εταιρειών δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει νόμος και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη". Από τα παραπάνω προκύπτει: Α) Ότι το πιστοποιητικό που εκδίδει η αρμόδια εισαγγελία πρωτοδικών, κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος, περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος του εγκαλούμενου και της πορείας αυτής, αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του τελευταίου. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον εγκαλούντα αποτελεί επέμβαση στα αρχεία της εισαγγελίας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν "αρχεία" κατά την έννοια του νόμου. Το πιστοποιητικό χορηγείται, προκειμένου ο εγκαλών και αιτών να το χρησιμοποιήσει μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ αυτού και του εγκαλούμενου διαφοράς. Η περαιτέρω χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο και μόνο αυτό χορηγήθηκε, ήτοι παράδοση αυτού σε τρίτον, χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία του εν λόγω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου. Η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο, χωρίς δικαίωμα και χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο που πλέον δημιούργησε ο τρίτος. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε στο αποκρουστέο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποκτώνται μεν αρχικώς νομίμως, στη συνέχεια όμως παραδίδονται σε τρίτους χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 2472/1997, χρήση τους (πρβλ. ΑΠ 1520/2017 Πολιτική) και Β) Ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Ν. 2472/1997, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 22, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "αρχείων προσωπικών δεδομένων". Από τη διατύπωση δε της παραπάνω διάταξης καθίσταται σαφές ότι το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 είναι ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση η πράξη της επέμβασης σε αρχείο. Στις υπόλοιπες μορφές τέλεσης δεν τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα. Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ'άρθρο 2 περ. ε`, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1110/2013). Εξάλλου, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως να παρατίθενται περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της απόφασης, που αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 730/2018 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Ναυπλίου κήρυξε ομόφωνα τους κατηγορούμενους ..., αθώους του ότι: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος ... την 02-04-2013, χωρίς δικαίωμα ανακοίνωσε και κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου και συγκεκριμένα για το ότι στον ως άνω τόπο και χρόνο, αφού υπέβαλε την με αρ. πρωτ. … από 02- 04-2013 αίτηση προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, με την οποία ζητούσε την χορήγηση πιστοποιητικού δικονομικής πορείας της με Α.Β.Μ. ... ποινικής δικογραφίας, έλαβε από το αρχείο, που τηρείται στο τμήμα μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου το από 02-04-2013 πιστοποιητικό, στο οποίο αναφερόταν ότι κατόπιν της υπ'αριθμ. Α.Β.Μ. …έγκλησης του ως άνω κατηγορουμένου σε βάρος του νυν εγκαλούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη με παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών προς διενέργεια κύριας ανάκρισης, για τα αδικήματα : α) "της απάτης επί δικαστηρίω με περιουσιακό όφελος ή προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000 ευρώ, τετελεσμένης και σε απόπειρα κατ'εξακολούθηση", β) "της απιστίας δικηγόρου" και γ) "της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ, τελεσθείσας κατ'εξακολούθηση" και ότι η ανωτέρω δικογραφία βρισκόταν στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης. Εν συνεχεία, ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς να έχει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, άνευ της προηγούμενης συγκατάθεσης του εγκαλούντα ..., ήτοι του υποκειμένου, στο οποίο τα ως άνω ευαίσθητα δεδομένα, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του Ν. 247/1997 αφορούσαν, καθόσον αναφέρονταν στην εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης και άνευ της αδείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με πρόθεση ανακοίνωσε και κατέστησε αυτά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, παραδίδοντας το ανωτέρω με αρ. πρωτ. ...από 02-04-2013 πιστοποιητικό στους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους... . Β) Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων: ... στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού και συγκεκριμένα, κατόπιν συναπόφασης, με πρόθεση έλαβαν γνώση, ανακοίνωσαν και εκμεταλλεύτηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου και συγκεκριμένα οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, ενεργώντας με κοινό προς τούτο δόλο, κατόπιν συναπόφασης: (α) την 14-06-2013, κατά την συζήτηση της από 30-08-2012 και με αριθ. κατάθεσης .../20-9-2012 αίτησης του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ζητούσε να του χορηγηθεί εκτελεστό απόγραφο της υπ'αριθ. 5/2012 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. ... από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων εγγράφων, το ως άνω πιστοποιητικό με την από 14-06-2013 προσθήκη - αντίκρουση - παρατηρήσεις του - (β) την 06-09-2013, κατά την συζήτηση της από 08-08-2013 και με αριθ. κατάθεσης .../2013 αίτησης του εγκαλούντος ... κατά του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσης της υπ'αριθ. 30/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ..., αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. … από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος : ..., κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του - τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό, με το από 06-09-2013 σημείωμά του - (γ) την 03- 12-2013, κατά την συζήτηση της από 09-08-2013 και με αριθ. κατάθεσης … από 2-8-2013 έφεσης του εγκαλούντος ... κατά τουλάχιστον του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία ο εγκαλών ζητούσε να ακυρωθεί η υπ'αριθ. 30Α/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. … από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τρίτου κατηγορουμένου, μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό, με τις από 03-12-2013 προτάσεις του - (δ) την 12-11-2013, κατά την συζήτηση της από 19-07-2012 και με αριθ. κατάθεσης 6/2012 αγωγής απόδοσης δανείου των εναγόντων ... κατά του δεύτερου κατηγορουμένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου, ο δεύτερος κατηγορούμενος ..., αφού έλαβε γνώση του με αρ. πρωτ. ... από 02-04-2013 πιστοποιητικού του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, που του παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τα υπό στοιχείο Α. του παρόντος αναφερόμενα, προσκόμισε και επικαλέστηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου ..., μεταξύ άλλων, το ως άνω πιστοποιητικό με τις από 12-11-2013 προτάσεις και την από 15-11-2013 προσθήκη αυτού. Οι δε κατηγορούμενοι προέβησαν στις ως άνω ενέργειές τους, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, άνευ της προηγούμενης συγκατάθεσης του ..., ήτοι του υποκειμένου, στο οποίο τα ως άνω ευαίσθητα δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του Ν. 247/1997 αφορούσαν, καθόσον αναφέρονταν στην εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης και άνευ της αδείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ενώ τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά δεδομένα ήταν εντελώς αδιάφορα των περιστατικών, που έπρεπε να κριθούν στις ένδικες διαφορές, μεταξύ του εγκαλούντος, των ... και ... και του δεύτερου κατηγορουμένου". Για να καταλήξει στην ανωτέρω ομόφωνη απαλλακτική του κρίση το Δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στην συγκεκριμένη υπόθεση αποδείχθηκε ότι, μεταξύ των πρώτου, δεύτερου των κατηγορουμένων και του εγκαλούντος υφίστανται μακροχρόνιες αντιδικίες και εκκρεμούν υποθέσεις μεταξύ τους ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και των ποινικών Δικαστηρίων. Σημειώνεται ότι, ο εγκαλών υπήρξε δικηγόρος των ως άνω κατηγορουμένων και εξαιτίας αυτού του λόγου προέκυψαν διαφωνίες στην συνεργασία τους και περισσότερο στον τρόπο πληρωμής του εγκαλούντος. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ναυπλίου την από 13.4.2011 έγκλησή του εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία έλαβε Α.Β.Μ. .../224, βάσει της οποίας ασκήθηκε εις βάρος του τελευταίου ποινική δίωξη για τα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης επί Δικαστηρίω, της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απιστίας δικηγόρου. Όταν πληροφορήθηκε τα ανωτέρω ο πρώτος κατηγορούμενος, ως έχων έννομο συμφέρον, ζήτησε και έλαβε αυθημερόν από την πιο πάνω Εισαγγελία το .../2.4.2013 πιστοποιητικό, στο οποίο αναφέρονται τα ανωτέρω, περί άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος του μηνυτή. Ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη στην πράξη αυτή προκειμένου να χρησιμοποιήσει το πιστοποιητικό προς υπεράσπισή του, δεδομένου ότι ο μηνυτής είχε υποβάλει μήνυση εις βάρος του για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος και για συκοφαντική δυσφήμηση και για τις οποίες (αξιόποινες πράξεις) έχει ήδη αθωωθεί με την υπ'αριθμ. 71/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, ο δεύτερος κατηγορούμενος, υπήρξε συγγενής και πρώην πελάτης του μηνυτή για κάποιες υποθέσεις του, στη συνέχεια όμως διαφώνησαν ως προς τον τρόπο αμοιβής του εγκαλούντος, επειδή ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι, υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους ότι η αμοιβή του θα υπολογιζόταν επί του αντικειμένου της δίκης σε ποσοστά. Πριν προκύψει αυτή η διαφωνία ο εγκαλών και ο δεύτερος κατηγορούμενος είχαν ως συγγενείς πολύ καλές σχέσεις, μάλιστα δε ο τελευταίος γνώριζε από τον εγκαλούντα τις αντιδικίες του με τον πρώτο κατηγορούμενο και γενικά την πορεία της αντιδικίας που είχαν μεταξύ τους, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο αυτής της αντιδικίας ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε δώσει τις υπ'αριθμ. .../7.2.2011 και από 18.11.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Πταισματοδίκου Ναυπλίου, εις βάρος ίου πρώτου κατηγορούμενου και υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του μηνυτή. Στη συνέχεια, όπως ήδη ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος και όπως προκύπτει από την .../29.4.2013 ένορκη βεβαίωσή του, βρίσκοντας μεγάλες ομοιότητες ο τελευταίος στην συμπεριφορά του μηνυτή, τόσο απέναντί του, όσο και απέναντι του πρώτου κατηγορουμένου, που οι ομοιότητες αυτές αφορούσαν κυρίως στην αξίωση του μηνυτή να αμοίβεται για τις υπηρεσίες που παρείχε με ποσοστά επί του αντικειμένου της δίκης, επικαλούμενος άτυπες συμφωνίες, ανακάλεσε τις ως άνω βεβαιώσεις και πείστηκε για την αλήθεια των καταγγελλομένων εκ μέρους του ... εις βάρος του εγκαλούντος ... Παράλληλα, δε, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποφάσισαν να συνεργαστούν μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν τις υποθέσεις του μηνυτή ενώπιον των Δικαστηρίων και να υπερασπιστεί ο καθένας τον εαυτό του, εφόσον πίστευαν, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι οι υποθέσεις τους παρουσίαζαν πολλές ομοιότητες. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο το έγγραφο που ήδη αναφέρεται και είχε λάβει νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου (.../2.4.2013 πιστοποιητικό περί άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος του μηνυτή), προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει σε ανοιγείσες δίκες μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του και προκειμένου να αποδείξει την ομοιότητα στην συμπεριφορά του εγκαλούντος, τόσο σε δίκες μεταξύ του πρώτου κατηγορούμενου-εγκαλούντος, όσο και στις δικές του. Ακολούθως, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε το πιο πάνω πιστοποιητικό στον τρίτο κατηγορούμενο, πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος υπερασπιζόμενος τον πελάτη του δεύτερο κατηγορούμενο το χρησιμοποίησε ως εξής: 1) ..., 2) ..., 3) ..., 4) ... . Από τα ανωτέρω αναφερόμενα και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της απόφασης προκύπτει ότι, πράγματι, το επίδικο πιστοποιητικό αποτελεί έγγραφο που έχει εξαχθεί από αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η έννοια αυτού καθορίζεται από το άρθρ. 2 εδ. ε΄ του Ν. 2472/1997. Ο πρώτος κατηγορούμενος, όμως, απέκτησε νόμιμα, όπως ήδη προαναφέρεται, το επίδικο πιστοποιητικό, χωρίς να προβεί σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και συγκεκριμένα του εγκαλούντος, ούτε προέκυψε ότι χρησιμοποίησε αυθαίρετα το προϊόν τέτοιας επέμβασης (παράνομης επέμβασης), δεδομένου, άλλωστε, ότι γνώριζε τα δεδομένα από μόνος του, εφόσον ό ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος ...) ήταν ο πολιτικώς ενάγων και φερόμενος παθών για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε εις βάρος του νυν εγκαλούντος (...) ποινική δίωξη και εμπεριέχονται στο επίδικο πιστοποιητικό που του χορηγήθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το αδίκημα της παρ. 22 περ. 4 Ν. 2472/1997 για τον πρώτο κατηγορούμενο και για τον λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι, ο δεύτερος κατηγορούμενος (...) το έτος 2011 διατηρούσε με τον εγκαλούντα πολύ καλές συγγενικές και φιλικές σχέσεις, γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος και από πληροφορίες του εγκαλούντος τις δικαστικές αντιδικίες και το περιεχόμενο αυτών μεταξύ του τελευταίου και του πρώτου κατηγορούμενου, ήταν άτομο απολύτου εμπιστοσύνης του εγκαλούντος και γι'αυτό άλλωστε έδωσε (δεύτερος κατηγορούμενος) τις υπ'αριθμ. .../7.2.2011 ένορκη βεβαίωση και από 18.11.2011 ένορκη εξέταση ενώπιον της Πταισματοδίκου Ναυπλίου εις βάρος του πρώτου κατηγορουμένου, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του νυν εγκαλούντος. Σημειώνεται ότι, στη συνέχεια, ο δεύτερος κατηγορούμενος, όταν διαπίστωσε ομοιότητες στον χειρισμό των υποθέσεων τόσο του ιδίου, όσο και του πρώτου κατηγορούμενου από τον μηνυτή, καθώς επίσης ότι αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα με τον πρώτο κατηγορούμενο, ως πελάτες πλέον του εγκαλούντος δικηγόρου, ανακάλεσε τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις με την υπ'αριθμ. .../2013 ένορκη βεβαίωσή του και έκτοτε προσπάθησαν μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που παρουσιάζονταν από την επαγγελματική τους σχέση με τον εγκαλούντα (πελάτη - πληρεξουσίου δικηγόρου). Στο πλαίσιο λοιπόν της αμοιβαίας ενημέρωσης μεταξύ των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε το επίδικο πιστοποιητικό από τον πρώτο κατηγορούμενο και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω αναλυτικά αναφερόμενες δίκες, ως μόνο πρόσφορο μέσον, προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου, τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων από το εγκαλούντα. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι, εφόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήδη γνώριζε από πληροφορίες από τον ίδιο τον εγκαλούντα τις δικαστικές διαμάχες και το περιεχόμενο αυτών, μεταξύ του πρώτου κατηγορούμενου και του μηνυτή και ο οποίος χρησιμοποίησε το επίδικο πιστοποιητικό για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον Δικαστηρίων, παραλαμβάνοντάς το (πιστοποιητικό) από τον πρώτο κατηγορούμενο, που το προμηθεύτηκε νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου, δεν είχε δόλο να χρησιμοποιήσει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως και έκανε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης εις βάρος του πράξης του κατηγορητηρίου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Τέλος, πρέπει να κηρυχθεί αθώος και ο τρίτος κατηγορούμενος, πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου κατηγορούμενου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται, δεδομένου ότι έλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο πελάτη του το επίδικο πιστοποιητικό και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω δίκες, χωρίς να έχει δόλο να χρησιμοποιήσει παράνομα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του πελάτη του (δεύτερου κατηγορούμενου), ως όφειλε με την ιδιότητά του ως πληρεξουσίου δικηγόρου του". Με αυτά που δέχτηκε το εκδόσαν την προβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν δεν διέλαβε σ'αυτήν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, προκειμένου να στηρίξει την αθωωτική για τους κατηγορούμενους κρίση του, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, προσέτι δε στέρησε αυτή νόμιμης βάσης, καθόσον η αιτιολογία της είναι ελλιπής, ασαφής και με λογικά κενά. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση : Α) Όσον αφορά στον πρώτο κατηγορούμενο ..., καίτοι δέχεται ότι το ένδικο με αριθμό …/2013 πιστοποιητικό, που περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα, είχε νομίμως εξαχθεί από το αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς τη συγκατάθεση του εγκαλούντα, το παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο και, επομένως, με βάση τις εν λόγω παραδοχές, επεξεργάστηκε-ανακοίνωσε και κατέστησε έτσι προσιτά σ'αυτόν τα περιεχόμενα στο ως άνω πιστοποιητικό ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα, στη συνέχεια, σε πλήρη αντίφαση με τις παραδοχές αυτές, δέχεται ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση δεδομένων τα οποία γνώριζε από μόνος του ως πολιτικώς ενάγων στη μεταξύ αυτού και του εγκαλούντα ποινική αντιδικία, ενώ, περαιτέρω, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αμέσως παραπάνω διατάξεως (άρθρ. 22 παρ. 4) δέχεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που αποδίδετο σ'αυτόν (α΄ κατηγορούμενο) απαιτείτο η μη συντρέχουσα εν προκειμένω παράνομη εκ μέρους του επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση, όμως, που, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στη σχετική νομική σκέψη, δεν απαιτείτο για την μορφή του αδικήματος της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997, για την οποία κατηγορείτο, και συγκεκριμένα για το ότι χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντα με πρόθεση ανακοίνωσε και κατέστησε προσιτά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αυτού σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και Β) Όσον αφορά στους κατηγορουμένους (β΄ και γ΄), προκειμένου να αιτιολογήσει την απαλλακτική γι'αυτούς κρίση της, δέχεται ότι "ο κατηγορούμενος ... χρησιμοποίησε το ανωτέρω πιστοποιητικό, που του έδωσε ο κατηγορούμενος ... και αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος από το αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου στις πιο πάνω αναλυτικά αναφερόμενες δίκες ως μόνο πρόσφορο μέσον προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων ... από τον εγκαλούντα" καθώς και ότι "Συνακόλουθα αποδείχτηκε ότι εφόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήδη γνώριζε από πληροφορίες από τον ίδιο τον εγκαλούντα για τις δικαστικές διαμάχες και το περιεχόμενο αυτών, μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του μηνυτή, και ο οποίος χρησιμοποίησε το επίδικο πιστοποιητικό για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον Δικαστηρίων, παραλαμβάνοντάς το (πιστοποιητικό) από τον πρώτο κατηγορούμενο, που το προμηθεύτηκε νόμιμα από την Εισαγγελία Ναυπλίου, δεν είχε δόλο να χρησιμοποιήσει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως και έκανε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης εις βάρος του πράξης του κατηγορητηρίου, εφόσον δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Τέλος και ο τρίτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, δεδομένου ότι έλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο πελάτη του το επίδικο πιστοποιητικό και το χρησιμοποίησε στις πιο πάνω δίκες, χωρίς να έχει δόλο να χρησιμοποιήσει παράνομα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, αλλά στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του πελάτη του (δεύτερου κατηγορούμενου), ως όφειλε με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του", χωρίς, όμως, να διαλαμβάνει οποιαδήποτε αιτιολογία για ποιον λόγο ήταν απολύτως αναγκαία, όπως ο νόμος ορίζει, η χρησιμοποίηση, εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντος, του ανωτέρω πιστοποιητικού, που περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του, που περιλαμβάνονταν σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, το οποίο είχε σχηματισθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου, στις αναφερόμενες 4 αστικές δίκες, καθώς και για την εκπλήρωση της ανατεθείσας στον τρίτο κατηγορούμενο εντολής, καθώς και για ποιον λόγο η υπεράσπιση των ανωτέρω δικαιωμάτων, που σημειωτέον ουδόλως προσδιορίζονται, δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Επιπλέον, κατ'εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 και 2 περ. 3 και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, δέχθηκε ότι επιτρεπόταν η κατά τα άνω χρησιμοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος από τους δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενους στις προαναφερόμενες δίκες "ως μόνο πρόσφορο μέσον προκειμένου να αποδείξει ενώπιον του εκάστοτε Δικαστηρίου τις ομοιότητες στον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων από τον εγκαλούντα", ενώ, όπως αναφέρθηκε, επιτρέπεται κατ'εξαίρεση η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όταν αυτή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Συνακόλουθα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 730/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Ναυπλίου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2019. Και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2019

 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

ΜΟΔ Ηρακλείου: Δεν συνιστά παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων η επαναδημοσίευση αναρτήσεων στο FACEBOOK, ακόμη και από λογαριασμούς με περιορισμένο κύκλο χρηστών

  



Μία απόφαση - κόσμημα αιτιολογίας

Παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών που συνδέεται με την χρησιμοποίηση του ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του κατ’ εξακολούθηση. Αποπλάνηση ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα 14 έτη αλλά όχι τα 15 έτη κατ’ εξακολούθηση. Παράνομη οπλοκατοχή. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS), φωτογραφία σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης και συνομιλίες μέσω messenger. Ποινική Δικονομία. Απαγόρευση χρήσης στην ποινική δίκη παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (ΕΕ 2016/679). Συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά και εξισορρόπηση αυτών - στάθμιση βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Αίτημα πολιτικής αγωγής περί μη αναγνώσεως και λήψεως υπ’όψιν προσκομιζόμενων από την υπεράσπιση εγγράφων από το facebook (φωτογραφία) και συνομιλιών μέσω messenger, καθ’ όσον αποτελούν παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα, αφού αποτελούν προσωπικά δεδομένα και, επιπλέον, δεν ετέθησαν υπ’ όψιν της πολιτικής αγωγής, ώστε να λάβει γνώση. Αμφισβήτηση και της γνησιότητάς τους από την πολιτική αγωγή, δεδομένου ότι θεωρεί ότι αποτελούν προϊόν συρραφής. Απόρριψη από τον Πρόεδρο του αιτήματος και προσφυγή κατά της διατάξεως του Προέδρου από την πολιτική αγωγή. ης. Έννοια ηλεκτρονικού εγγράφου και γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κινητά τηλέφωνα ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Γραπτά μηνύματα (δικονομική αντιμετώπισή τους όπως οι επιστολές) στο κινητό συνιστούν ηλεκτρονικά έγγραφα για τα οποία υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και νόμιμο κάτοχο του μηνύματος. Ένταξη εγγράφων στο σώμα των προσκομιζόμενων στοιχείων αποτελεί ένταξη σε σύστημα αρχειοθέτησης. Προστασία δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Η οικειοθελής ανάρτηση προσωπικών πληροφοριών σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του χρήστη για δημοσιοποίηση. Πλαστά και γνήσια έγγραφα. Η άρνηση της αλήθειας του περιεχομένου ορισμένου εγγράφου δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του. Επί ηλεκτρονικού εγγράφου η αμφισβήτηση της γνησιότητας γίνεται με την αμφισβήτηση της προέλευσης του κειμένου. Απόρριψη των ισχυρισμών αφού η φωτογραφία αυτή αποτελεί προσωπικό δεδομένο, αλλά όχι ευαίσθητο, καθ’όσον δεν απεικονίζονται τα πρόσωπα σε ερωτική στιγμή. Επιπλέον, η ανάρτηση της φωτογραφίας έγινε στο facebook, όπου η πολιτικώς ενάγουσα έδωσε τη συγκατάθεσή της για την χρήση από τους υπόλοιπους χρήστες. Όσον αφορά στα μηνύματα στο messenger δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθ’όσον προσκομίζονται από τον ένα αντίδικο, ο οποίος ήταν και συνομιλών με την πολιτικώς ενάγουσα. Απορριπτέος ο ισχυρισμός περί μη γνησιότητας των εγγράφων λόγω προφανούς αοριστίας του. Τέλος, όσον αφορά τη γνώση της πολιτικής αγωγής επί των εγγράφων, σημειώνεται ότι δεν υφίσταται προστάδιο προσκόμισης εγγράφων στην ποινική δίκη. Τα έγγραφα προσκομίστηκαν νόμιμα.

Αριθμ. Αποφάσεων :8-9 + 12-21/2019 ΜΟΔ ΗΡΑΚΛ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2019 και, μετά από διακοπή, της 18ης Ιανουαρίου 2019 

Σύνθεση του Δικαστηρίου : Κωνσταντίνος Ρόκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Ηρακλείου, Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Πολυξένη Μπαντουβάκη και Ειρήνη Μπινιάρη, Πλημμελειοδίκες Ηρακλείου, που ορίστηκαν κατόπιν κληρώσεως. Ιωακείμ Κασωτάκης, Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου. Βασιλική Σιγανού, Γραμματέας. Πράξεις: α) παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών που συνδέεται με την χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του κατ’ εξακολούθηση, β) αποπλάνηση ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη κατ’ εξακολούθηση, γ) παράνομη οπλοκατοχή. 

Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, αφού πήρε από τον Πρόεδρο τον λόγο, ζήτησε να μην αναγνωσθούν τα προσαγόμενα από την υπεράσπιση έγγραφα (φωτογραφίες από την ιστοσελίδα facebook και συνομιλίες μέσω της εφαρμογής messenger), καθόσον αφορούν προσωπικά δεδομένα. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, επιτρέπει να γίνει χρήση των προσαγομένων. Στο σημείο αυτό, τον λόγο ζήτησε εκ νέου ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, ο οποίος εμμένει στο αίτημά του να μην ληφθούν υπόψη τα προσκομιζόμενα από τις σελίδες του facebook, καθόσον αποτελούν παράνομο αποδεικτικό μέσο, ληφθέν κατά παράβαση των άρθρων 22 § 4 του ν. 2472/1997, 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ και 19 του Συντάγματος, προσέτι δε αμφισβητεί την γνησιότητά τους, θεωρεί ότι μπορεί να αποτελούν προϊόν συρραφής, εν τέλει, δε, δεν τέθηκαν υπόψη της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους. Τέλος, δε, προσφεύγει στο Δικαστήριο κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων. Τον λόγο ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο ο Εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της προσφυγής της πολιτικής αγωγής, κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων, ενώ, λαβών το λόγο, τα ίδια με τον Εισαγγελέα πρότεινε και ο συνήγορος του κατηγορούμενου. Μετά το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου, αφού αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο δωμάτιο των διασκέψεών του, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, με την παρουσία και της Γραμματέως, κατάρτισε ομόφωνα την απόφασή του και, αφού επανήλθε στην έδρα του, παρουσία του Εισαγγελέως, Γραμματέως και του κατηγορουμένου μετά του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, με τον Πρόεδρό του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση την με αριθμό 13 του χρόνου αυτού απόφασή του, που έχει όπως παρακάτω: 

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 3674/10-7-2008, «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ΄ ΚΠΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 4 του ν. 2472/1997 «όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) εως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις». Παράλληλα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.» Περαιτέρω, ηλεκτρονικό έγγραφο συνιστά «το σύνολο των δεδομένων, τα οποία, αφού εγγραφούν στον μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή» [Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ. 191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου Χ., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190]. Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον εκτυπωτή (print - out), καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Περαιτέρω, το γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι υπηρεσία και της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες, στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου ή του υπολογιστή. Ήδη, δε, τα κινητά τηλέφωνα από της εμφάνισής τους, πολύ δε περισσότερο σήμερα, ακολουθούν την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρούνται όχι ως τηλέφωνα, αλλά ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο διαδίκτυο κ.λπ. Το δε γραπτό μήνυμα, σύμφωνα και με όσα μνημονεύτηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε, αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον αποτελεί σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα κι εν συνεχεία αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του μηχανήματος. Ακολούθως, δε, στάλθηκαν με χρήση της κινητής τηλεφωνίας σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τα εμφανίζει στην οθόνη του κινητού του. Ο εκάστοτε συντάκτης, όμως, των συγκεκριμένων εγγράφων αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά με σταθερό τρόπο σε κάποια από τις “μακροπρόθεσμες” μνήμες του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη (σκληρός δίσκος ή μνήμη SIM), ώστε ο τελευταίος, όχι μόνο να προβεί στην άπαξ προβολή αυτών και να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους, αλλά επιπροσθέτως, να δύναται στο μέλλον και σε κάθε στιγμή να τα ανασύρει, ώστε να τα αναγνώσει ξανά, καθιστάμενος διαρκής κάτοχος του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η δυνατότητα δε αυτή που παρέχεται στον παραλήπτη του μηνύματος τελεί σε γνώση του αποστολέα, αφού και ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο πράττει. Πρέπει να γίνει δεκτό, συνεπώς, ότι υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και άρα νόμιμο κάτοχο του μηνύματος. Δικονομικά, δε, τα γραπτά μηνύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του μηνύματος, έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας. Περαιτέρω, το Π.Δ. 47/2005 στο άρθρο 3 με τίτλο «Είδη Επικοινωνίας» στην παράγραφο 1 και 2 ορίζει τα εξής: § 1: «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. § 2: «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: ... III. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS)». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι τα γραπτά μηνύματα κινητού (SMS/MMS) εντάσσονται στις περιπτώσεις και είδη επικοινωνίας που προστατεύονται νομοθετικά. Παράλληλα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ. α΄ ΠΚ δεν υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο αυτής τα SMS/MMS, καθώς η διάταξη κάνει λόγο για τηλεφωνική συνδιάλεξη κι έτσι αναφέρεται μόνο στην προφορική συνομιλία και όχι στη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων. Επίσης, είναι εμφανές ότι και το Π.Δ. 47/2005 αφορά τα SMS/MMS στις περιπτώσεις, όμως, που κάποιος παρεμβαίνει σε SMS/MMS σε συνομιλία τρίτων. Δηλαδή, όταν διαθέτει μηχανισμό να υποκλέπτει και να αποθηκεύει γραπτά μηνύματα τρίτων και όχι δικών του με τον συνομιλητή του. Περαιτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς την συναίνεση τους. Κατ' αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφρασή του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλομΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι τα μηνύματα μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει μήνυμα που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός κι εάν ο επικαλούμενος αυτό διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του, οπότε, όμως, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (Κονταξής, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σελ. 3125). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με την Συνθήκη της Λισσαβόνας και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3671/2008 (πρώην άρθρο 249 της ΣΕΚ), "Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς. Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν δεσμεύουν". Από την διάταξη αυτή συνάγεται, ότι πηγή του δευτερογενούς (παραγώγου) κοινοτικού δικαίου αποτελεί και ο Κανονισμός, ο οποίος είναι δεσμευτική νομική πράξη για α) τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, β) τις χώρες της ΕΕ, γ) τους ιδιώτες στους οποίους απευθύνεται, και εφαρμόζεται άμεσα σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ήτοι ισχύει αμέσως ως νομοθεσία σε όλες τις χώρες της ΕΕ, χωρίς να χρειάζεται να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις για ιδιώτες, οι οποίοι μπορούν ως εκ τούτου να τον επικαλεστούν άμεσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και μπορεί να χρησιμοποιείται ως αναφορά από άτομα στις σχέσεις τους με άλλους ιδιώτες, χώρες της ΕΕ ή αρχές της ΕΕ. Εφαρμόζεται, δε, σε όλες τις χώρες της ΕΕ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του (ημερομηνία που ορίζεται στον κανονισμό ή, ελλείψει αυτής, 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα). Τα έννομα αποτελέσματά του παράγονται ταυτόχρονα, αυτόματα και ομοιόμορφα και είναι δεσμευτικά για όλες τις εθνικές νομοθεσίες. Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (στο εξής: «Κανονισμός»), τέθηκε σε ισχύ και εφαρμογή στις 25 Μαΐου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στην σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται ότι «το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία». Υπό αυτήν την έννοια, τονίζεται ότι το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο - «τυραννικό» δικαίωμα (Χ. Ανθόπουλος, Προσωπικά δεδομένα και δικαιώματα). Στην ουσία επαναλαμβάνεται, υπογραμμίζεται, αλλά και επικαιροποιείται η βασική αρχή της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, η οποία θέτει επί ίσοις όροις ήδη στον τίτλο της την προστασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη διακίνηση αυτών. Σύμφωνα, συνεπώς, με τα ανωτέρω, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά, απεκδυόμενος του μαχητού τεκμηρίου «εν αμφιβολία υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων» του ν. 2472/1997 (βλ. σε Κοτσαλή - Μενουδάκου (Φ.Παναγοπούλου - Κουτνατζή), «Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (...) Νομική διάσταση και πρακτική εφαρμογή», σελ. 7 επ. passim). Συνεπώς, δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και η γενικότερη προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) σε συνδυασμό με την κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ.). Συμπερασματικά, ο Κανονισμός διευκρινίζει το συνταγματικά αυτονόητο της ελλείψεως ιεραρχίας στα ατομικά δικαιώματα, υπογραμμίζοντας, ότι σε περίπτωση συγκρούσεως θα λαμβάνει χώρα στάθμιση επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Η έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» της διατάξεως αυτής περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 § 1 στοιχείο α΄ του Κανονισμού, «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στην σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου». Συνεπώς, η εικόνα ενός προσώπου, η οποία αποτυπώνεται σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως στον βαθμό που παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως του συγκεκριμένου προσώπου. Όσον αφορά στην έννοια της «επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», πρέπει να τονιστεί ότι αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 § 1 στοιχείο β΄του Κανονισμού ως «κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του Κανονισμού, αυτός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Στην ουσία, λοιπόν, οι προστατευτικές διατάξεις του νέου νομοθετικού πλαισίου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση απουσίας αρχείου δεδομένων, οπότε παρέλκει και η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση της συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων, περί ών κατωτέρω. Ως «σύστημα αρχειοθέτησης», δε, θεωρείται, κατά το άρθρο 4 § 1 στοιχ. 6 του Κανονισμού «κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση». Συνεπώς, η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Κανονισμού, εφόσον συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) να εντάσσονται σε σύστημα αρχειοθέτησης και β) να είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια (αιτιολογική σκέψη 15 Κανονισμού). Ο Κανονισμός δεν διευκρινίζει τις απαιτήσεις για τα συγκεκριμένα αυτά κριτήρια. Δεδομένου, όμως, του προηγούμενου νομικού καθεστώτος της Οδηγίας 95/46 και του ευρέως τρόπου ερμηνείας του Κανονισμού [βλ. ... A Practical Guide, σελ. 10] θα μπορούσε, για παράδειγμα, να θεωρηθεί ως αρχειοθέτηση με συγκεκριμένα κριτήρια η δημιουργία χρονολογικά οργανωμένων αρχείων, αλφαβητικά οργανωμένων αρχείων ή αρχείων που οργανώνονται σύμφωνα με προκαθορισμένες προϋποθέσεις. Επίσης, ως αρχειοθέτηση βάσει κριτηρίων αποτελεί και η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η χρήση διά της προσκομίσεως σε Δικαστική Αρχή κάθε δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο διάδικος συλλέγει με τρόπο μη αυτοματοποιημένο («χειροκίνητα» κατά την αιτιολογική σκέψη, άλλως «manually» κατά το αγγλόφωνο κείμενο του Κανονισμού) υλικό που εμπεριέχει προσωπικά δεδομένα τρίτου, τα αποθηκεύει και, ακολούθως, τα εντάσσει σε φάκελλο δικογραφίας και κάνει χρήση αυτών διά της εντάξεως στο σώμα των προσκομιζομένων προς ανάγνωση εγγράφων στην ποινική δίκη. Η ένταξη των εγγράφων αυτών στο σώμα των προσκομιζόμενων στοιχείων, αποτελεί ένταξη σε «σύστημα αρχειοθέτησης» κατά την έννοια του Κανονισμού, αφού με την χρήση κριτηρίων κατά τα ανωτέρω, ήτοι την ανάγκη αποδεικτικής θεμελίωσης της μείζονας σκέψης ενός νομικού συλλογισμού του, τα στοιχεία αυτά ταξινομούνται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, η προσκόμιση προς ανάγνωση των αποδεικτικών στοιχείων που εμπεριέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του Κανονισμού και διέπεται από τους περιορισμούς του. Περαιτέρω, δε, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 του Προοιμίου του Κανονισμού, αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, και άρα χωρίς σύνδεση με κάποια επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα. Επισημαίνεται, δε, ότι οι προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αλληλογραφία και την τήρηση αρχείου διευθύνσεων ή την κοινωνική δικτύωση και την επιγραμμική δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, υπό το πρίσμα των ανωτέρω διαπιστώσεων κατά το άρθρο 2 § 2 του Κανονισμού αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας». Η έννοια της «προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας» θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις κοινές, κατά το μέτρο του δυνατού, κοινωνικές αντιλήψεις, και περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα για τα οποία γίνεται επεξεργασία για ψυχαγωγικές δραστηριότητες, χόμπι, διακοπές ή διασκέδαση, ή αφορούν στην χρήση του κοινωνικού δικτύου και των συλλεγόμενων δεδομένων, με σκοπό οι πληροφορίες να αποτελέσουν μέρος μιας προσωπικής συλλογής διευθύνσεων, γενεθλίων ή άλλες σημαντικές ημερομηνίες. Τίθεται, συνεπώς, ζήτημα του κατά πόσο η χρήση μίας φωτογραφίας από την ιστοσελίδα facebook που απεικονίζει ένα πρόσωπο μπορεί, υπό περιστάσεις, να εξαιρείται από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, καθόσον πραγματοποιείται «στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο Κανονισμός αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ένα αυξημένο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση ..., C-131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 66). Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί τους να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ. αποφάσεις IPI, C-473/12, EU:C:2013:715, σκέψη 39, C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 52). Στον βαθμό που οι διατάξεις του Κανονισμού, κατά το μέρος που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών, και, ειδικότερα, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία είναι κατοχυρωμένα με τον εν λόγω Χάρτη (βλ. απόφαση ..., EU:C:2014:317, σκέψη 68), η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 2 § 2 του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση ..., EU:C:2014:2428 σκέψεις 27-35). Η εν λόγω περιοριστική ερμηνεία βασίζεται στο ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής με την οποία εξαιρείται από την εφαρμογή του Κανονισμού η επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο όχι απλώς προσωπικών ή οικιακών, αλλά «αποκλειστικά» προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων, ακόμη και αν, παρεμπιπτόντως, αφορούν ή μπορεί να αφορούν την ιδιωτική ζωή άλλων προσώπων. Στον βαθμό, συνεπώς, που μια προσκόμιση φωτογραφίας τρίτου ατόμου εκτείνεται, έστω και εν μέρει, στον δημόσιο χώρο (διά της προσκομίσεως κατ’άρθρο 364 ΚΠΔ προς ανάγνωση σε ποινικό Δικαστήριο) και, ως εκ τούτου, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων με το μέσο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς «προσωπική ή οικιακή» δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 του Κανονισμού. Συνεπώς, η χρήση μίας φωτογραφίας από την ιστοσελίδα facebook με σκοπό την αποδεικτική θεμελίωση ενός ισχυρισμού εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του Κανονισμού και διέπεται από τους περιορισμούς του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού «η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, …. στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το στοιχείο στ) δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε σχέση με τη συγκατάθεση ενηλίκου γίνεται δεκτό (αιτιολογική σκέψη 32) ότι αυτή θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, ή με προφορική δήλωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης facebook οι υποψήφιοι χρήστες αποδέχονται μεταξύ των άλλων τους προδιατυπωμένους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο «Χρήστες και λογαριασμοί στους οποίους κοινοποιείτε περιεχόμενο και με τους οποίους επικοινωνείτε». Εκεί ρητά λαμβάνουν γνώση και συγκατατίθενται με την συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την εγγραφή στην εν λόγω ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ότι όταν κοινοποιούν κάτι ή επικοινωνούν με κάποιον μέσω των Προϊόντων του facebook, επιλέγουν το κοινό που θα δει αυτό που κοινοποιείται και ότι μπορούν να επιλέξουν ως κοινό μια ομάδα, όλους τους φίλους τους, το σύνολο των χρηστών ή μια προεπιλεγμένη ομάδα προσώπων. Αντίστοιχα, όταν χρησιμοποιούν το Messenger ή το Instagram για να επικοινωνήσουν με πρόσωπα ή επιχειρήσεις, αυτά τα πρόσωπα και αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να δουν το περιεχόμενο που στέλνουν. Γίνεται μνεία του ότι οι δημόσιες πληροφορίες είναι ορατές σε όλους, εντός ή εκτός των προϊόντων facebook, ακόμα κι αν δεν έχουν λογαριασμό. Αυτές περιλαμβάνουν το όνομα χρήστη στο Instagram, οποιεσδήποτε πληροφορίες κοινοποιούνται δημοσίως, τις πληροφορίες στο δημόσιο προφίλ στο Facebook, καθώς και το περιεχόμενο που κοινοποιούν σε Σελίδες στο Facebook, σε δημόσιους λογαριασμούς στο Instagram ή σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο φόρουμ, όπως το Facebook ... Επισημαίνεται, δε, ότι οι δημόσιες πληροφορίες μπορούν επίσης να ιδωθούν, να καταστούν προσβάσιμες, να επανακοινοποιηθούν ή να αναμεταδοθούν μέσω υπηρεσιών τρίτων, όπως μηχανές αναζήτησης, ... και μη διαδικτυακά μέσα (π.χ. τηλεόραση), και μέσω εφαρμογών, ιστότοπων και άλλων υπηρεσιών που ενσωματώνονται με τα Προϊόντα facebook. Ακολούθως, γνωστοποιείται στους χρήστες ότι θα πρέπει να εξετάσουν καλά σε ποιον επιλέγουν να κοινοποιήσουν περιεχόμενο, επειδή τα άτομα που μπορούν να δουν τη δραστηριότητά τους στα Προϊόντα facebook μπορούν να επιλέξουν να την κοινοποιήσουν και σε άλλους, εντός ή εκτός των Προϊόντων facebook, συμπεριλαμβανομένων ατόμων και επιχειρήσεων που δεν ανήκουν στο κοινό της αρχικής κοινοποίησής τους. Για παράδειγμα, όταν κοινοποιείται μια δημοσίευση ή στέλνεται ένα μήνυμα σε συγκεκριμένους φίλους ή λογαριασμούς, αυτοί με τη σειρά τους μπορούν να κατεβάσουν, να δημιουργήσουν στιγμιότυπα οθόνης ή να επανακοινοποιήσουν το συγκεκριμένο περιεχόμενο σε άλλους εντός ή εκτός των προϊόντων facebook. Τέλος, ορίζεται ότι οι χρήστες μπορούν να αποσύρουν αυτή την άδεια οποιαδήποτε στιγμή, διαγράφοντας το περιεχόμενο ή τον λογαριασμό τους. Υπό το πρίσμα της ανωτέρω συμφωνίας που είναι υποχρεωτική για την εγγραφή και χρήση της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης facebook, ο χρήστης αυτών γνωρίζει και αποδέχεται ρητά τη δυνατότητα του κάθε χρήστη ή μη, ο οποίος έχει πρόσβαση στα προϊόντα facebook, να συλλέξει («κατεβάσει» κατά την ιδιόλεκτο των χρηστών μέσων πληροφορικής), αποθηκεύσει, αναδιανείμει και εν τέλει χρησιμοποιήσει κάθε υλικό που κοινοποιείται («ανεβαίνει» κατά την ανωτέρω ιδιόλεκτο) σε αυτό. Συνεπώς, έχοντας δώσει ρητή συγκατάθεση κατά τα ανωτέρω, συνεπάγεται ότι η οικειοθελής ανάρτηση προσωπικών πληροφοριών σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του χρήστη αυτών των υπηρεσιών για δημοσιοποίηση και όχι για περιφρούρηση και προστασία των δεδομένων του. Συνεπώς, στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αξίωση των υποκειμένων για τήρηση της εμπιστευτικότητας και προστασία των προσωπικών τους δεδομένων, αφού προφανώς τα ίδια τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν απεκδυθεί αυτού του δικαιώματός τους. Άλλωστε, μέσω ειδικών εφαρμογών των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, παρέχεται λειτουργικά η δυνατότητα ρυθμίσεων ιδιωτικότητας, προκειμένου να τίθενται περιορισμοί στην πρόσβαση σε ορισμένα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων και να επιτρέπεται αντιστοίχως η πρόσβαση σε άλλα, στο πλαίσιο της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, στην περίπτωση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, δεν υφίσταται ουσιαστικά προσβολή έννομου αγαθού, συνεπώς δεν δύναται να ενεργοποιηθούν οι προστατευτικές διατάξεις του Κανονισμού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 364 παρ. 1 ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχτηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους..., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Από την σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου γίνεται εμφανές ότι ως προϋπόθεση για την ανάγνωση των εγγράφων τίθεται το να μην αμφισβητηθεί από τους διαδίκους η γνησιότητά τους. Συνεπώς, αν αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους από τους διαδίκους ή τον εισαγγελέα, δεν μπορούν να διαβασθούν, εφόσον δεν αποδειχθεί προηγουμένως αυτή. Με αυτόν τον όρο προφανώς περιορίζεται μεν η δυνατότητα του δικαστηρίου να συνεκτιμά, ως αποδεικτικά μέσα, τα κάθε είδους έγγραφα, αλλά δεν προστατεύεται αποτελεσματικά ο πιο πάνω περιορισμός, εφόσον η διάταξη δεν προβλέπει την ακυρότητα της διαδικασίας ως έννομη συνέπεια για την παραβίασή της. Επειδή ο ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού, έπεται ερμηνευτικά ότι όλα τα ουσιαστικά και διαδικαστικά στοιχεία γι'αυτήν την προσβολή θα συναχθούν από τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 457 επ.), οι οποίες όμως εφαρμόζονται αναλόγως (αναλογία δικαίου), δηλ. με σεβασμό της ιδιαιτερότητας του ποινικού δικονομικού δικαίου και κυρίως στην αποδεικτική ευχέρεια (ηθική απόδειξη) του ποινικού δικαστή ν'αποφανθεί, αν ορισμένο έγγραφο (ιδιωτικό ή δημόσιο) είναι γνήσιο ή όχι, χωρίς να δεσμεύεται από συγκεκριμένους αποδεικτικούς κανόνες. Πρέπει, μάλιστα, στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, κατά τον ΚΠολΔ, γνήσιο είναι ένα έγγραφο, εφόσον τόσο κατά τα εξωτερικά στοιχεία του, όσο και κατά το περιεχόμενό του, προέρχεται πράγματι από τον φερόμενο ως συντάκτη ή εκδότη του, οπότε η σχετική έρευνα, περιορίζεται μόνο στα πιο πάνω στοιχεία [βλ. Κονταξή, ΕρμΚΠΔ, τόμ. Β, σελ. 2283). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας του εγγράφου, με την παραπάνω σημασία, δεν συμπίπτει εννοιολογικά με την πλαστότητα αυτού, αλλά είναι έννοια ευρύτερη αυτής. Η άρνηση της αλήθειας του ουσιαστικού περιεχομένου ορισμένου εγγράφου δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του [πρβλ. ΑΠ 649/1987, ΠοινΧρ ΛΖ΄,557]. Η αμφισβήτηση γνησιότητας σε έγγραφα πραγματοποιείται με την άρνηση του γραφικού χαρακτήρα στα γράμματα ή (και) στην υπογραφή του φερομένου ως εκδότη του εγγράφου και μπορεί ν’αποδειχθεί με αντιπαραβολή του κρινόμενου εγγράφου προς άλλο αναμφισβήτητο έγγραφο του ίδιου συντάκτη ή ακόμη και με κάθε άλλο πρόσφορο επιτρεπτό από τον ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο. Σε ηλεκτρονικό δε έγγραφο, με την αμφισβήτηση της προέλευσης του κειμένου. Τέλος, κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ μπορούν να προβαίνουν και σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτικώς ενάγουσα εκθέτει, κατ’εκτίμηση των ισχυρισμών της, ότι α) δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την έννοια του άρθρου 177 ΚΠΔ τα προσκομιζόμενα έγγραφα του facebook, εκ των οποίων το ένα είναι φωτογραφία της ιδίας με άγνωστο νεαρό άντρα και τα άλλα είναι συνομιλίες της με τον κατηγορούμενο μέσω της εφαρμογής messenger του facebook, β) αμφισβητεί την γνησιότητά τους (προφανώς μόνο των συνομιλιών), καθόσον θεωρεί ότι μπορεί να αποτελούν προϊόν συρραφής και γ) αρνείται την ανάγνωσή τους, διότι δεν ετέθησαν υπόψη της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως νόμω, άλλως ουσία, αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού, και δη κατά το ειδικότερο μέρος αυτού, που αφορά στην προσκομιζόμενη φωτογραφία της πολιτικώς ενάγουσας με τον άγνωστο άντρα, είναι προφανές ότι αυτή η φωτογραφία αποτελεί προσωπικό δεδομένο, όχι όμως ευαίσθητο, αφού δεν απεικονίζονται οι μνημονευθέντες απεικονιζόμενοι σε ερωτική στιγμή ή συνεύρεση, αλλά ευρίσκονται σε φιλική στάση σε εξοχικό σημείο στην Αλβανία. Η ανάρτηση αυτή της φωτογραφίας έγινε στην ιστοσελίδα facebook, όπου η πολιτικώς ενάγουσα έδωσε ρητή συγκατάθεση για την χρήση της από τους υπόλοιπους χρήστες της εν λόγω ιστοσελίδας. Συνεπώς, η χρήση αυτής της φωτογραφίας από τον κατηγορούμενο προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει καταρρεύσει ψυχολογικά από την φερόμενη αποπλάνησή της δεν έχει αποκτηθεί με αξιόποινη πράξη ή μέσω αυτής. Παράλληλα, και κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά στην χρήση των συνομιλιών στην εφαρμογή messenger, είναι νομότυπη η χρήση αυτών, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού τα μηνύματα μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει, κατ'αρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Ως εκ τούτου ούτε και αυτά τα αποδεικτικά μέσα έχουν αποκτηθεί με αξιόποινη πράξη ή μέσω αυτής. Ομοίως, απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος ισχυρισμός περί αρνήσεως της γνησιότητας, καταρχάς λόγω της προφανούς αοριστίας του, δεδομένου ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν επικαλείται ότι οι διάλογοι, κατά το μέρος που τον αφορούν, δεν προέρχονται από αυτόν, αλλά εκθέτει ασαφώς ότι πιθανόν να έχει γίνει συρραφή συνομιλιών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, έστω και επικουρικά, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος και ως αβάσιμος στην ουσία του, εφόσον από τις προσκομιζόμενες εκτυπώσεις των διαλόγων, απεικονίζεται μία συνεχής σειρά ερωταπαντήσεων χωρίς λογικά ή άλλου είδους κενά με απόλυτο ειρμό σκέψεων και σαφώς και δεν αποτελούν προϊόν συρραφής. Τέλος, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει και ο ισχυρισμός κατά το τρίτο του σκέλος, περί του ότι όλα τα εν λόγω έγγραφα δεν ετέθησαν υπόψη της πολιτικής αγωγής προκειμένου να λάβει γνώση και να διερευνήσει την προέλευσή τους, αφού δεν υφίσταται προστάδιο προσκόμισης εγγράφων στην ποινική δίκη. Απεναντίας, τα έγγραφα προσκομίστηκαν νομότυπα κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, επεδείχθησαν σε όλους τους παράγοντες της δίκης και όλοι μπόρεσαν να ασκήσουν τα προβλεπόμενα κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους, τα οποία και άσκησαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ομόφωνα την προσφυγή της πολιτικής αγωγής, κατά της διάταξης του Προέδρου, για το επιτρεπτό της ανάγνωσης των αποδεικτικών μέσων. 

 

 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Το καθήκον της επιμελούς διαφύλαξης των αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

 

 

1662/2017 ΣΤΕ

Δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως του σχετικού αρχείου. Η αιτούσα τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση, το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, εφόσον κάποια δελτία αξιολόγησης έχουν απολεσθεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης φύλαξης αυτών. Αιτιολογημένη η επιβολή και η επιμέτρηση του προστίμου για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, του αναπληρωτή Προέδρου και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη. Για να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2015 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........» και το διακριτικό τίτλο «........», που εδρεύει στην Αθήνα (........), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Καστάνη (Α.Μ. 6757), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Τσιλιώτη (Α.Μ. 16510), που τον διόρισε με εντολή του Προέδρου της. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ'αριθμ. 170/2014 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 170/10.11.2014 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 50.000 ευρώ για παράβαση διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. Επειδή, στο άρθρο 12 («Δικαίωμα πρόσβασης») του ν. 2472/1997 (Α΄ 50) προβλέπονται τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) … 3. Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 [Δικαίωμα αντίρρησης] ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας … 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή … .». Εξάλλου, στο άρθρο 10 («Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας») ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας...». Τέλος, στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο αυτό ή από άλλες σχετικές ρυθμίσεις, τις διοικητικές κυρώσεις της προειδοποίησης, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης, του προστίμου, από 300.000 έως 50.000.000 δρχ., της προσωρινής και οριστικής ανάκλησης άδειας και της καταστροφής αρχείου ή διακοπής επεξεργασίας και καταστροφής, επιστροφής ή κλειδώματος των σχετικών δεδομένων. 4. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας, και θεσπίζεται αντίστοιχη υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να εξασφαλίζει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα ανωτέρω δεδομένα (βλ. ΣτΕ 1851/2016). Εξ άλλου, κατά την έννοια των επίσης προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής αμελών ενεργειών που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ. ΣτΕ 749/2005). 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Υπάλληλος της αιτούσας τράπεζας, προερχόμενος από την πρώην ... (η οποία συγχωνεύθηκε με την αιτούσα), υπέβαλε προς την τράπεζα την επιδοθείσα, την 3.11.2004, αίτηση, με την οποία, ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης, ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν επικυρωμένων αντιγράφων όλων των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, που τηρούνται στο αρχείο της τράπεζας, εντός 15 ημερών από την επίδοση της αιτήσεως. Στις 2.12.2004 άσκησε προσφυγή ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παραπονούμενος για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης. Στις 10.2.2005 ο εν λόγω υπάλληλος παρέλαβε από τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας 56 αντίγραφα των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, και εσημείωσε στο σχετικό αποδεικτικό παραλαβής ότι δεν ανευρέθηκαν τα δελτία αξιολόγησης των ετών 2000, 2001 και 2004. Τα εν λόγω δε έγγραφα, όπως υποστήριξε ο υπάλληλος, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την αιτιολόγηση της υπηρεσιακής του εξέλιξης στην ιεραρχία της τράπεζας, καθόσον από το 2000 έως το 2005 παραλείφθηκε σε πέντε προαγωγές στελεχών που έγιναν, αλλά και για την εξέλιξη εκκρεμούς δίκης για συκοφαντική δυσφήμιση μετά από μήνυση που υπέβαλε κατά διευθυντών της τράπεζας, οι οποίοι υπήρξαν αξιολογητές του. Κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, τα μεν δελτία αξιολόγησης για τα έτη 2000 και 2001 δεν του παραδόθηκαν, γιατί δεν βρέθηκαν στον φάκελο του υπαλλήλου που τηρείται στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας, πιθανώς λόγω της αναστάτωσης που υπήρξε εκείνο το χρονικό διάστημα από τη συγχώνευση της τράπεζας με την ... Τράπεζα, από την οποία προέρχεται, το δε δελτίο του 2004 δεν του παραδόθηκε, γιατί δεν είχε περιέλθει ακόμη στην εν λόγω Διεύθυνση. Επί της ανωτέρω προσφυγής εξεδόθη η .../16.6.2005 απόφαση της Αρχής, με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κρίθηκε ότι, πιθανόν, τα επίμαχα έγγραφα, είτε να μην τοποθετήθηκαν, είτε να αφαιρέθηκαν από τον φάκελο του υπαλλήλου, είτε να απωλέσθηκαν και, συνεπώς, δεδομένης της κρισιμότητας που είχαν τα έγγραφα αυτά για τον προσφεύγοντα, ο οποίος παρελείφθη επί σειρά ετών από προαγωγές, αλλά και της αντιδικίας του με τους διευθυντές της τράπεζας, η τράπεζα υπέχει ευθύνη, διότι με ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της δεν ικανοποίησε τελικώς το δικαίωμα πρόσβασής του, κατά παράβαση του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και τη προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη επεξεργασία, δεδομένου ότι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 θεσπίζει αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ακόμα και για τυχαία απώλεια. Κατόπιν τούτων, με την ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 60.000 ευρώ για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ.1 του ν. 2472/1997, αφού ελήφθη υπόψη η βαρύτητα της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτή στον υπάλληλο, αφού τα επίδικα έγγραφα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα για την υπηρεσιακή του εξέλιξη. Ακολούθως, ο εν λόγω υπάλληλος, στις 23.9.2005, με δύο αιτήσεις του άσκησε και πάλι το δικαίωμα πρόσβασης και ζήτησε αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, με τα οποία αποφασίσθηκε η παράλειψή του από τις προαγωγές των ετών 2000, 2001, 2002 2003 και 2004 και, περαιτέρω, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που τηρούνται στα αρχεία της τράπεζας με ιδιαίτερη μνεία στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 2004. Κατόπιν επιστολής (στις 4.11.2005) εκ μέρους της τράπεζας και της από 14.11.2005 εξώδικης δήλωσης του υπαλλήλου, στις 18.11.2005 τού παραδόθηκε πίνακας 230 εγγράφων, στον οποίο, κατά την άποψη της Τράπεζας, εκ παραδρομής δεν περιελήφθησαν 3 έγγραφα, τα οποία και απεστάλησαν στις 24.11.2005 μαζί με την αίτηση συμμετοχής του προσωπικού σε εκπαιδευτικά προγράμματα, την οποία ο υπάλληλος είχε κατ'επανάληψη ζητήσει. Ακολούθως, η ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής ανακλήθηκε (λόγω κακής σύνθεσης της Αρχής, κατ’επίκληση νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας), κατόπιν τούτου δε, η Αρχή, επιληφθείσα εκ νέου της υποθέσεως, εκάλεσε τόσο τον υπάλληλο, όσο και τον υπεύθυνο επεξεργασίας, σε νέα ακρόαση. Τελικώς, η Αρχή, με την προσβαλλόμενη απόφαση 170/2014 επέβαλε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 10.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και σε 40.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 12 του νόμου αυτού, με την εξής αιτιολογία: «...Η τράπεζα, μετά την πάροδο του 15νθήμερου, καθυστερημένα τον Φεβρουάριο του 2005, ικανοποίησε εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, το οποίο ικανοποίησε κατά τρόπο πληρέστερο μετά την εκ νέου αίτησή του τον Σεπτέμβριο του 2005 και ενώ είχε προηγηθεί η επιβαλούσα το πρόστιμο απόφαση της Αρχής. Όμως, όπως δεν αμφισβητείται, δεν παρεδόθησαν στον προσφεύγοντα τα δελτία αξιολογήσεως των ετών 2000 και 2001 και αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα η ακρίβεια και πληρότητα του δελτίου αξιολογήσεως 29.8.2002-29.8.2003. Από την τράπεζα δεν αμφισβητείται η ετήσια κατάρτιση δελτίων αξιολογήσεως, όπως ορίζεται στον Κανονισμό, αλλά αποδίδεται η μη ανεύρεσή τους σε τυχαία απώλεια λόγω της αναστατώσεως των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ... . Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση επιβολής προστίμου λόγω καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης και τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, τα οποία, όπως δεν αμφισβητείται, καταρτίζονται κάθε χρόνο και έχουν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου». 6. Επειδή, από το ιστορικό που έχει εκτεθεί ανωτέρω στην τρίτη σκέψη και, ιδίως, τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση (και αφού είχε προηγουμένως χωρήσει η αρχική απόφαση 61/2005 περί επιβολής σε βάρος της προστίμου) το κατά το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, καθ'όσον, όπως προεκτέθηκε, και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, από το τηρούμενο στην τράπεζα αρχείο είχαν απολεσθεί συγκεκριμένα δελτία αξιολογήσεως του υπαλλήλου, τα οποία η τράπεζα έχει κατά τον κανονισμό της υποχρέωση να καταρτίζει ετησίως. Η απώλεια δε αυτή των επίμαχων εγγράφων οφείλεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην πλημμελή εκ μέρους της τράπεζας φύλαξη του αρχείου της, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωσης που υπέχει για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία, μεταξύ άλλων, απώλεια ή καταστροφή. Δεν υποχρεούτο δε η Αρχή να προσδιορίσει ειδικότερα ποια θα ήταν τα ενδεδειγμένα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για τη διαφύλαξη και προστασία του αρχείου της τράπεζας από τυχαία απώλεια, αλλά απόκειται στην τράπεζα να επιλέξει και υιοθετήσει τα κατάλληλα προς τον σκοπό αυτό μέτρα. Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω παρατιθέμενο περιεχόμενο, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τη διαπίστωση ότι εχώρησε παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη: α/ διότι “δεν καθίσταται σαφές το νομικό έρεισμα αυτής (...), δεδομένου ότι γίνεται αόριστα αναφορά σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997, παράλληλα δε ουδόλως καθίσταται σαφές εάν έχει διαπιστωθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (...), ούτε ποια επακριβώς είναι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν διαπιστωθεί και εκτιμηθεί (...)”, β/ διότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ικανοποιήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου εν μέρει και μεταγενέστερα κατά τρόπο πληρέστερο, είναι αντιφατική με την παραδοχή περί τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, και γ/ διότι η Αρχή δεν αναφέρει ποια είναι τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων, τα οποία παρέλειψε να λάβει η τράπεζα. 7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, δεδομένου ότι η Αρχή έλαβε υπ'όψιν, κατά τα ιστορηθέντα, όλα τα στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, τη βαρύτητα της παράβασης (βλ. ΣτΕ 95/2003, 4158/2000), που συνίσταται, όπως προεκτέθηκε, στην καθυστερημένη και ελλιπή ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και στην μη τήρηση εκ μέρους της αιτούσας των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με συνέπεια την απώλεια ορισμένων κρίσιμων εγγράφων για την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, χωρίς να επιβάλλεται από τον νόμο, ως τυπικό στοιχείο του κύρους της πράξης επιβολής της κύρωσης, η περαιτέρω εξειδίκευση της βαρύτητας της παράβασης (βλ. ΣτΕ 150/2017). Περαιτέρω, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η έστω και “τυχαία απώλεια” (υπό την έννοια της μη ηθελημένης εξαφάνισης) των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου του υπαλλήλου, οφειλόμενη, κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, σε αναστάτωση “των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ...”, στοιχειοθετεί υπαίτια συμπεριφορά της τράπεζας, συνιστάμενη στην πλημμελή τήρηση του αρχείου της, κατά παράβαση του κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 καθήκοντος για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εξ άλλου, όπως προεκτέθηκε, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι υπήρξε εκ μέρους της τράπεζας εν μέρει ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υπαλλήλου στα επίμαχα έγγραφα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα αυτά του χορηγήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχε χωρήσει, με την απόφαση 61/2005, η επιβολή προστίμου σε βάρος της αιτούσας. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης δεν απαιτείται η επέλευση βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ολ. ΣτΕ 1622/2012, 150/2017), πάντως, εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπόψη και η προσβολή που επήλθε στον υπάλληλο από τις ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων της τράπεζας, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, τα ανωτέρω έγγραφα ήταν κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου, ο οποίος παρελείπετο επί πενταετία από τις προαγωγές και ευρίσκετο εξ αυτού του λόγου σε δικαστική αντιδικία με τους διευθυντές της τράπεζας. Συνεπώς, το επιβληθέν πρόστιμο, το οποίο, σημειωτέον, κατά τα προεκτεθέντα, επιβλήθηκε συνολικώς, δηλαδή ως άθροισμα δύο αυτοτελών προστίμων, ευρίσκεται μέσα στα νόμιμα όρια και μάλιστα εγγύτερα προς το κατώτερο όριο, σύμφωνα με την ανωτέρω παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 21 του ν. 2472/1997. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου κείται εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής και είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον εν προκειμένω έπρεπε να ληφθεί υπ'όψιν ότι δεν απεδείχθη υπαιτιότητα της τράπεζας, ότι ουσιαστικώς η τράπεζα ικανοποίησε τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο κατά το μεγαλύτερο μέρος, ότι επέδειξε καλόπιστη συμπεριφορά και ενδιαφέρον για την υπόθεση, καθώς και ότι ουδεμία ζημία υπέστη ο εν λόγω από την συμπεριφορά της τράπεζας. 8. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δ ι ά  τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ε. Αντωνόπουλος Μ. Τσαπαρδώνη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου 2017. 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...