Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Διεθνής απαγωγή παιδιών

 

1030/2017 ΑΠ

Αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών. Εξαίρεση στην επιστροφή του παιδιού ή άρνηση της δικαστικής αρχής στην επιστροφή του. Πότε προβλέπονται οι δυνατότητες αυτές. Μετακίνηση τέκνου, το οποίο είχε συνήθη διαμονή στην Ελβετία, στην Ελλάδα, αρχικά με την συναίνεση του αιτούντος πατέρα περί προσωρινής μόνον μετακίνησης αυτού με την μητέρα του εκεί, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας, προκειμένου να βελτιωθεί η υγεία της. Ελλιπής η κρίση του Εφετείου ότι η κατακράτηση του τέκνου των διαδίκων από την μητέρα του στην Ελλάδα, εκτός του τόπου συνήθους διαμονής του, για πάντα, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του αιτούντος πατέρα, ο οποίος ασκούσε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση τη γονική μέριμνα είναι παράνομη, κι επομένως, αφού από την παράνομη κατακράτηση μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, το Δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την άμεση επιστροφή του τέκνου στην χώρα της συνήθους διαμονής του, εφόσον δεν προκύπτει ότι η επιστροφή του μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο. Τούτο διότι το Εφετείο δεν εξέτασε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν την ένσταση που προέβαλε η καθ'ης η αίτηση, αναφορικά με το ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου τέκνου να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία. (Αναιρεί την υπ'υπαρθ. 146/2016 ΜονΕφΘράκης).

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2΄ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. Λ. του Α., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Βασιλική Αναγνωστοπούλου και Κωνσταντίνο Χρυσόγονο. Του αναιρεσιβλήτου: Γ.Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Κούγια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-9-2015 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 276/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 146/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-11-2016 αίτησή της και τους από 3-1-2017 πρόσθετους αυτής λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων αυτής λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 9-11-2016 αίτηση αναίρεσης κατά της 146/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης και οι με το από 3-1-2017 αυτοτελές δικόγραφο ασκηθέντες, παραδεκτά, πρόσθετοι λόγοι αυτής, τα δικόγραφα των οποίων πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246 ΚΠολΔ). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της από 25-10-1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης "για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών", η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το νόμο 2102/1992, και στοχεύει στην εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού στην προηγούμενη κατάσταση και εξαιρέσεις σ’αυτή, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού, νεότερου, κατά το άρθρο 4 της Σύμβασης, των δέκα έξι ετών, θεωρούνται παράνομες: α) εφόσον έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά, μπορεί δε να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα, κατά τα προαναφερθέντα και από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης (κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης) της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, ακόμη και αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του άνω χρονικού διαστήματος του ενός έτους, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και αν δεν είχε παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση μέχρι την υποβολή της αίτησης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού, εφόσον αποδεικνύεται πλην άλλων: α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στην μετακίνηση ή κατακράτηση αυτή ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιονδήποτε τρόπο σε μία αφόρητη κατάσταση. Εκτός δηλαδή, από την προβλεπόμενη με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 δυνατότητα εξαίρεσης στην επιστροφή του παιδιού, αν αποδειχθεί, ότι αυτό έχει προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η οποία, όμως, ισχύει μόνο για την περίπτωση που δεν είχε παρέλθει έτος, κατά τα προαναφερθέντα, με τη διάταξη του άρθρου 13 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, προβλέπεται δυνατότητα η δικαστική αρχή να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού σε κάθε περίπτωση, εάν (μεταξύ άλλων) αποδειχθεί, στο πλαίσιο ένστασης καταλυτικής της αξίωσης του αιτούντος την επιστροφή του παιδιού, είτε α) ότι ο τελευταίος δεν ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά του κατά την μετακίνηση ή κατακράτηση, με την έννοια ότι (εφόσον κατά το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του), δεν ενδιαφερόταν για την φροντίδα του παιδιού για κάποιους ιδιαίτερους λόγους ή β) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, έχει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την τάση μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει δηλαδή τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 916/2010, 63/2001). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 74/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: "Ο αιτών-εκκαλών (ήδη αναιρεσίβλητος), Γ. Κ. του Α., που γεννήθηκε στη Στουτγάρδη, στις 4-10-1975, κάτοικος ..., ιατρός με ειδίκευση στους τομείς της ψυχοσωματικής ιατρικής, της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας, επικεφαλής ιατρός στην κλινική πόνου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βέρνης για εξωτερικούς ασθενείς και εντεταλμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βέρνης, επικεφαλής εκπαιδευτής των βοηθών ιατρών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Βέρνης στους τομείς του πόνου και της ψυχοσωματικής ιατρικής και η καθ’ης η αίτηση-εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) Κ. Λ. του Α., που γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στις 5-4-1986, κάτοικος ..., επί πτυχίω φοιτήτρια του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, εργαζόμενη στη φαρμακοβιομηχανία "...", στις … του νομού Ροδόπης, ως βοηθός χημικού, γνωρίστηκαν στη Σαμοθράκη, τον Αύγουστο του έτους 2012. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε συναισθηματικός και ερωτικός δεσμός και στις αρχές Νοεμβρίου του ιδίου έτους (2012) έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου. Μετά ταύτα, η καθ’ης η αίτηση παραιτήθηκε από την εργασία της και μετέβη στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου εγκαταστάθηκε, στην οικία του αιτούντος. Εκεί δεν εργαζόταν, παρακολουθούσε δε μαθήματα για την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας ... Στις 17-1-2013 οι διάδικοι μίσθωσαν από κοινού διαμέρισμα, στη Βέρνη ..., στο οποίο εγκαταστάθηκαν στις αρχές του ιδίου έτους ... Στις 24-2-2014 τέλεσαν μεταξύ τους πολιτικό γάμο στη Βέρνη, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε, στις 26-4-2014, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό ..., της Βέρνης... Οι διάδικοι από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον Α., που γεννήθηκε στις 29-8-2014, στη Βέρνη. Η γέννηση του τέκνου αυτού καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο της Βέρνης και συντάχθηκε σχετική ληξιαρχική πράξη... Όμως, στην έγγαμη συμβίωση των διαδίκων είχαν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα πριν από τη γέννηση του τέκνου τους οφειλόμενα κυρίως στο έντονο άγχος της καθ’ης η αίτηση, για την υγεία του κυοφορούμενου, λόγω διακοπής, κατά τη διάρκεια της κυήσεως, της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής, από την οποία έπασχε, με αποτέλεσμα τη μεταβολή της διάθεσης και της συμπεριφοράς της και, εξ αυτού του λόγου, τη δημιουργία εντάσεων και προστριβών μεταξύ τους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, όσον αφορά την, κατά την άνω χρονική περίοδο, συναισθηματική κατάσταση της καθ’ης η αίτηση και την μεταβολή της διάθεσής της, λόγω διακοπής της θεραπευτικής αγωγής, στηρίζεται, κυρίως, στην από 28-8-2014 έκθεση εισόδου, που συνέταξε η γυναικολόγος δρ. M. L. του Νοσοκομείου …της Βέρνης, στο οποίο έλαβε χώρα η γέννηση του τέκνου, με τίτλο "κατάσταση εισαγωγής", όπου στο ιστορικό της εγκύου (καθ’ης η αίτηση) αναφέρεται "Διαταραχή φόβου-Κρίσεις πανικού εδώ και αρκετά έτη (υπό αγωγή)" και στο κάτω τμήμα αυτού (εγγράφου) "άγχος, φόβος για το μωρό, φαρμακευτική αγωγή, βιταμίνες προ της εγκυμοσύνης, ψυχοφάρμακα Fluoxetine", την από 31-8-2014 έκθεση εξόδου του ιδίου Νοσοκομείου (πτέρυγα λοχείας), που συνέταξε ο παιδίατρος δρ. D. D.- B., στο οποίο κάτω από την ενότητα "Διατροφή" αναφέρεται "Μετά από μια ημέρα διακοπή θηλασμού, λόγω φαρμακευτικής αγωγής της μητέρας", καθώς και στο ιδιόχειρο σημείωμα, που συνέταξε η καθ’ης η αίτηση, με τίτλο "...", στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται από την ίδια, υπό την ένδειξη ιστορικό "άγχος+κρίσεις πανικού, χορήγηση Ladose". Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η καθ'ής η αίτηση, με προτροπή του αιτούντος, κατά τη διάρκεια της κύησης επισκέφθηκε τον ελληνόφωνο ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή δρ. Κ. τέσσερις φορές περίπου, πλην όμως, διέκοψε τη θεραπεία, όπως η ίδια συνομολογεί. Λόγω της συνεχιζόμενης συναισθηματικής έντασης της καθ'ής η αίτηση και μετά την επάνοδό της στη συζυγική οικία στις 31-8-2013 και ενόψει της επικείμενης επιστροφής του αιτούντος στην εργασία του, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βέρνης, οι διάδικοι συμφώνησαν να μεταβεί η καθ'ής η αίτηση, μαζί με το νεογέννητο τέκνο, στην κατοικία των γονέων της, στην Αλεξανδρούπολη, προκειμένου να τη συνδράμουν στη φροντίδα του, κατά τη διάρκεια της λοχείας. Έτσι, στις 13-9-2014 και περί ώρα 03:00’ η τελευταία μαζί με το τέκνο αναχώρησε αεροπορικώς από το αεροδρόμιο της …, στο οποίο τη μετέφερε ο αιτών με το αυτοκίνητό του. Ο αιτών πατέρας για την μετακίνηση του ανηλίκου στην Ελλάδα χορήγησε στην σύζυγό του έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο, με το εξής περιεχόμενο "Βέρνη 12-9-2014, με το παρόν δηλώνω ότι, εγώ ο Γ. Κ., γεννημένος στις 4-10-75, είμαι απολύτως σύμφωνος να ταξιδέψει ο γιός μου Α.Κ., γεννημένος στις 29-8-14 μαζί με την μητέρα του/σύζυγό μου Κ.Κ., γεννημένη στις 5-8-86, για μερικές εβδομάδες στον παππού και στην γιαγιά του στην Ελλάδα". Η καθ’ης η αίτηση μετά την άφιξή της στην Ελλάδα μετέβη με το ανήλικο, στην οικία των γονέων της, στην Αλεξανδρούπολη... Στις 16-9-2014, ήτοι την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή της από την Ελβετία, ενημέρωσε τον αιτούντα, σε τηλεφωνική επικοινωνία τους, ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στην Ελβετία και ότι θα εγκατασταθεί μονίμως στην Αλεξανδρούπολη με το τέκνο. Έκτοτε, παρά τη ρητώς εκφρασθείσα διαφωνία του αιτούντος πατέρα, το ανήλικο διαμένει με την μητέρα του καθ’ης η αίτηση στην οικία των γονέων της, όπου αυτή εγκαταστάθηκε. Οι τελευταίοι συνδράμουν αυτήν στην ανατροφή του ανηλίκου, δοθέντος ότι η καθ’ης η αίτηση από τις 6-4-2015 εργάζεται πάλι στην φαρμακοβιομηχανία "...", στις ....... του νομού Ροδόπης, ως πτυχιούχος χημικός. Στις 15-10-2014 η καθ’ης η αίτηση κατέθεσε κατά του αιτούντος, την από 13-10-2014 αγωγή... ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να της ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, να επιτραπεί η μετοίκηση της ιδίας και του ανηλίκου στην Αλεξανδρούπολη, από την ευρισκόμενη στη Βέρνη της Ελβετίας.... κοινή συζυγική στέγη, να υποχρεωθεί ο αιτών να καταβάλει για διατροφή του τέκνου το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως, για μια τριετία από την επίδοση της αγωγής και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της παραδώσει τα ευρισκόμενα στην κοινή κατοικία τους, στη Βέρνη, προσωπικά είδη της ιδίας και του ανηλίκου. Η ως άνω αγωγή ορίστηκε να συζητηθεί στις 18-3-2015. Στις 21-10-2014 η δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση ενημέρωσε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον αιτούντα για την κατάθεση της άνω αγωγής και για τη δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Στις 7-11-2014 η καθ’ης η αίτηση απέστειλε στον αιτούντα μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο, με το οποίο ζήτησε τον καθορισμό ημερομηνίας προκειμένου να μεταβεί στην Ελβετία για την παραλαβή των προσωπικών της αντικειμένων και του ανηλίκου (ενδύματα, παιχνίδια, έγγραφα). Μετά ταύτα, στις 18-11-2014 ο αιτών εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Ελβετίας V.A. "για την υπόθεση επιστροφής παιδιού/γάμου" και στις 20-11-2014 απευθύνθηκε στο δικηγόρο Αλεξανδρούπολης Ν. Ζ., προκειμένου να έχει συνομιλίες και επαφές με τον ως άνω εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο Ελβετίας. Αντίγραφο της παραπάνω αγωγής επιδόθηκε στον αιτούντα στις 9-12-2014. Την ίδια ημέρα (9-12-2014) ο τελευταίος κατέφυγε στην Κεντρική Αρχή της Ελβετίας, προκειμένου να κινηθεί η προβλεπόμενη από τη σύμβαση της Χάγης διαδικασία για την επιστροφή του τέκνου του στον τόπο της συνήθους διαμονής του, στη Βέρνη Ελβετίας. Η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, κατόπιν του υπ’αριθμ. ..../13-1-2015 κατεπείγοντος εγγράφου του Τμήματος Διεθνούς Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ελλάδας προς τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης, μέχρι την έκδοση απόφασης για παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση. Στις 16-6-2015 η καθ’ης η αίτηση κατέθεσε κατά του αιτούντος, την από 16-6-2015 ... αγωγή διαζυγίου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την λύση του γάμου της με αυτόν, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπό του και, επικουρικά, λόγω διετούς διάστασης σε περίπτωση συζήτησης αυτής μετά την 13-9-2016. Η ως άνω αγωγή ορίστηκε να συζητηθεί στις 16-1-2017. Σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο (του τόπου γέννησης του τέκνου των διαδίκων) και συγκεκριμένα το άρθρο 296 ελβ. ΑΚ, καθώς και κατά το άρθρο 1510 ΑΚ (δίκαιο κοινής ιθαγένειας γονέων και τέκνου), η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού και από τους δυο γονείς, στο δικαίωμα δε αυτό περιλαμβάνεται η επιμέλεια του τέκνου, καθώς και το δικαίωμα των γονέων να αποφασίζουν για τον τόπο διαμονής αυτού (τέκνου). Το δικαίωμα αυτό ασκούσε ο αιτών πατέρας πραγματικά από της γεννήσεως του ανηλίκου μέχρι την κατακράτησή του στην Ελλάδα, μάλιστα δε έλαβε άδεια πατρότητας, από 23-8-2014 έως και 14-9-2014, για να συνδράμει στην ανατροφή του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Νοσοκομείο και μετά την έξοδό του από αυτό και φρόντιζε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση για τις ανάγκες του ... Το εν λόγω τέκνο αμέσως πριν την παράνομη κατακράτησή του στην Ελλάδα (16-9-2014) είχε συνήθη τόπο διαμονής στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου αμφότεροι οι διάδικοι γονείς είχαν τον τόπο κατοικίας τους και το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής τους ζωής. Η μετακίνηση του τέκνου στην Ελλάδα έγινε με τη συναίνεση του αιτούντος πατέρα προσωρινά (για μερικές εβδομάδες), όπως ρητώς στην ως άνω έγγραφη δήλωσή του αναφέρεται, ωστόσο παρέμεινε στην Ελλάδα χωρίς τη συγκατάθεσή του, καθόσον επιθυμία αυτού ήταν να επιστρέψει (το τέκνο) στη Βέρνη Ελβετίας, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσής του με την καθ’ης η αίτηση. Επομένως, η κατακράτηση του τέκνου των διαδίκων από τη μητέρα του στην Αλεξανδρούπολη, εκτός του τόπου συνήθους διαμονής του, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του αιτούντος πατέρα, ο οποίος ασκούσε από κοινού με την καθ’ης η αίτηση τη γονική μέριμνα (και επιμέλεια) του τέκνου και χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου απαγορεύεται ρητώς η μονομερής αλλαγή του τόπου κατοικίας αυτού (τέκνου), εφόσον ο νέος τόπος διαμονής βρίσκεται στο εξωτερικό, σύμφωνα με το άρθρο 301α παρ. 2 περ. α του ελβ. ΑΚ, είναι παράνομη, κατά την έννοια των άνω διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης. Από τότε που έλαβε χώρα η παράνομη κατακράτηση (16-9-2014) μέχρι την υποβολή της υπό κρίση αίτησης (11-9-2015) μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους και, συνεπώς, το Δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την άμεση επιστροφή του τέκνου στη χώρα της συνήθους διαμονής του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 της Σύμβασης της Χάγης. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του εν λόγω τέκνου μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο φυσικό ή ψυχικό ή να το π εριαγάγει σε αφόρητη κατάσταση. Η κοινή συζυγική οικία, όπου κατοικεί ο αιτών πατέρας του ανηλίκου, βρίσκεται σε περιοχή με χώρους αναψυχής παιδιών (παιδική χαρά, γήπεδο κ.λπ.), σ’αυτήν δε υπάρχει το ειδικά διαμορφωμένο παιδικό δωμάτιο του τέκνου, με τα αναγκαία έπιπλα, εξοπλισμό και παιχνίδια. Η κρίση του Δικαστηρίου, όσον αφορά την καταλληλότητα της κατοικίας του αιτούντος πατέρα για την ασφαλή διαμονή του τέκνου, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο τελευταίος επικοινωνεί σ’αυτήν (κατοικία) κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο με τον υιό του Γ., που απέκτησε, στις 31-5- 2009, από προηγούμενη σχέση του με την J. M. R., που αναγνώρισε εκουσίως στις 4-8-2009..., σημειουμένου ότι, η καταλληλότητα αυτής (κατοικίας) για την επικοινωνία του αιτούντος με τον προαναφερόμενο υιό του και τη διαμονή του τελευταίου σ’αυτή, ελέγχθηκε και εγκρίθηκε, κατόπιν επιτόπιας μετάβασης, τον Ιανουάριο του 2014, από κοινωνική λειτουργό. Ο αιτών πατέρας του ανηλίκου προτίθεται για τις ώρες που θα απουσιάζει στην εργασία του να αναθέσει τη φροντίδα του στον ημερήσιο παιδικό σταθμό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Βέρνης, που διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό ..., στο οποίο παραμένουν προς φύλαξη τα ανήλικα τέκνα του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού του Νοσοκομείου, ενώ κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες, έχει τη δυνατότητα να μεριμνήσει ο ίδιος για τις ανάγκες του. Σε κάθε δε περίπτωση, το γεγονός της ανάθεσης της φροντίδας του ανηλίκου σε παιδικό σταθμό κατά τη διάρκεια της απουσίας του αιτούντος στην εργασία του δεν εμπίπτει στην έννοια του σοβαρού κινδύνου, που απαιτεί η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 περ. β’ της Σύμβασης της Χάγης. Συνεπώς, η εκ του άρθρου 13 περ. β’ της άνω Σύμβασης ένσταση, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει η καθ’ης η αίτηση, είναι απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, ο πρωτοδίκως προβληθείς και επαναφερόμενος ισχυρισμός της καθ’ης η αίτηση ότι το τέκνο έχει απολύτως προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η δε απομάκρυνσή του από αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, καθόσον θα του προκαλέσει συναισθηματικό κλονισμό και ανασφάλεια, κρίνεται απορριπτέος, καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά μόνον το ζήτημα της επιστροφής του τέκνου στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Επομένως, δεν συντρέχει καμιά από τις περιπτώσεις που παρέχουν την ευχέρεια στο Δικαστήριο να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του τέκνου των διαδίκων στον τόπο της συνήθους διαμονής του....".Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, ακολούθως, αφού έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αίτησή του, με την αιτιολογία ότι η Βέρνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο τόπος συνήθους διαμονής του τέκνου και ότι ο τελευταίος δεν άσκησε ουσιαστικά δικαίωμα επιμέλειας επί του ανηλίκου τέκνου του πριν την μετακίνησή του, δέχθηκε την αίτηση. Κρίνοντας το Εφετείο ότι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της προβληθείσας απ’αυτήν ένστασης από την παρ. 2 του άρθρου 12 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, περί προσαρμογής του ανήλικου τέκνου της στο νέο του περιβάλλον ήταν αβάσιμος, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την προβλεπόμενη από την άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη δυνατότητα εξαίρεσης της επιστροφής του ανήλικου, εφόσον κατά τη μη ελεγχόμενη με λόγο αναίρεσης παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης μεταξύ της παράνομης κατακράτησης του τέκνου και την υποβολή της επίδικης αίτησης του αναιρεσίβλητου μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους. Επομένως, ο πρώτος πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, δεχόμενο το Εφετείο, ότι ο αναιρεσίβλητος: α) ασκούσε από κοινού με την αναιρεσείουσα το δικαίωμα επιμέλειας του ανήλικου τέκνου του πραγματικά από τη γέννησή του (στις 29-8-2014) μέχρι την παράνομη κατακράτησή του στην Ελλάδα (16-9-2014), έχοντας λάβει και άδεια πατρότητας για να συνδράμει στην ανατροφή και την φροντίδα του κατά τη διάρκεια παραμονής του στο νοσοκομείο και β) είχε ρητώς εκφράσει από τις 16-9-2014 την διαφωνία του στην περαιτέρω παραμονή του τέκνου του στην Ελλάδα, όπου παρέμενε έκτοτε χωρίς τη συγκατάθεσή του αφού η επιθυμία του ήταν να επιστρέψει το τέκνο στην Βέρνη, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης του με την αναιρεσείουσα, με πλήρη και επαρκή αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 13 περ. α της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, απέρριψε την στηριχθείσα σε αυτή ένσταση της αναιρεσείουσας, περί μη πραγματικής άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου και περί μεταγενέστερης έγκρισης της κατακράτησής του. Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο και τέταρτο (επικουρικό) κύριους λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμα. Η με τους ίδιους λόγους επικαλούμενη ανεπάρκεια του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου, λόγω μη ύπαρξης παραδοχής περί των ειδικότερων ενεργειών του αναιρεσίβλητου οι οποίες προσήκουν στο καθήκον της επιμέλειας, όπως και αυτών από τις οποίες προκύπτει η έκφραση διαφωνίας του για την περαιτέρω παραμονή του στην Ελλάδα, ακόμη δε και η έλλειψη αναφοράς στις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα συνομιλίες τους σε σχέση με τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής τους και την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους (από τις οποίες κατ’αυτήν προέκυπτε η έγκριση παραμονής του τελευταίου στην Ελλάδα), αναφέρονται στην ανάλυση και αιτιολόγηση του ανωτέρω σαφούς αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύουν τον από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο κύριο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατ’επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 8β ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό της από τη διάταξη του άρθρου 13α της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, ότι ο αναιρεσίβλητος είχε εγκρίνει εκ των υστέρων την παραμονή του ανήλικου τέκνου τους στην Ελλάδα. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε, δεχόμενο αντιθέτως ότι ο αναιρεσίβλητος εξέφρασε ρητώς τη διαφωνία του στο να παραμείνει το ανήλικο τέκνο τους στην Ελλάδα. Εξάλλου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την από το άρθρο 13β της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης καταλυτική της ασκηθείσας αίτησης, ένσταση της αναιρεσείουσας, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η επιστροφή του ανήλικου τέκνου μπορεί να το εκθέσει σε κίνδυνο φυσικό ή ψυχικό ή να το περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση, επειδή τόσο η οικία όπου διαμένει ο αναιρεσίβλητος, στη Βέρνη, όσο και το ειδικά διαμορφωμένο παιδικό δωμάτιο είναι κατάλληλα και ασφαλή για τη διαμονή του, ενώ το γεγονός της ανάθεσης της φροντίδας του σε παιδικό σταθμό κατά τη διάρκεια της απουσίας του αναιρεσίβλητου "δεν εμπίπτει στην έννοια του σοβαρού κινδύνου", στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 13β της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης. Ειδικότερα το Εφετείο δεν περιέλαβε ουσιαστική παραδοχή, με την έννοια ότι δεν αποφάνθηκε αν αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν ως βάσιμα κατ’ουσίαν τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα, με τις ενώπιόν του από 23-9-2016 προτάσεις της, θεμελιούντα την ένσταση αυτή, πραγματικά περιστατικά, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου τέκνου τους να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία, λαμβανομένου υπόψη ότι από την ηλικία των δεκατεσσάρων ημερών βρίσκεται συνεχώς στην Ελλάδα, ότι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει τώρα που έχει αρχίσει και να μιλάει είναι αυτό της αναιρεσείουσας μητέρας του, ενώ ο αναιρεσίβλητος πατέρας του, λόγω της παντελούς απουσίας του, του είναι "άγνωστος", όπως και η κατοικία και το περιβάλλον της Βέρνης. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω περιστατικά στοιχειοθετούν στη συγκεκριμένη περίπτωση το πραγματικό της εν λόγω ένστασης, όσον αφορά την φυσική και ψυχική δοκιμασία, εφόσον αυτά, ως αποτέλεσμα της επιστροφής, αληθή υποτιθέμενα, έχουν την γενική τάση, μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από την Σύμβαση αποτελέσματα. Την ξαφνική δηλαδή αλλαγή της οικογενειακής σταθερότητας και την τραυματική απώλεια επαφής από τον γονέα που μέχρι τώρα φρόντιζε το ανήλικο, σε συνδυασμό με την ανάγκη προσαρμογής του σε μια νέα χώρα και ένα νέο περιβάλλον που για το ανήλικο τέκνο θα είναι πλέον η χώρα επιστροφής του. Επομένως, ο δεύτερος κύριος λόγος της κρινόμενης αίτησης, από το άρθρο 559 αριθμ. 19, όπως διευκρινίζεται και συμπληρώνεται από τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αυτής, κατ’εκτίμηση από την ίδια διάταξη (και όχι από αυτή του αριθμού 1 του άρθρου 559) ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Επισημαίνεται, ότι η εν λόγω ένσταση ακόμη και αν δεν είχε υποβληθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, λόγω μη καταχώρισής της στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, παραδεκτά προβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου από την αναιρεσείουσα, με την ιδιότητα της εφεσίβλητης, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 527 αρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο τελευταίος με τις κατατεθείσες στις 15-2-2017, ήτοι μετά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης προτάσεις του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο. Οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι, όμως, ιδρύονται υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά μέσα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολΔ αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 987/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, υπό στοιχείο 3Α της κρινόμενης αίτησής της, κατ’επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 11 και 12 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, ότι έλαβε υπόψη έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσίβλητος που δεν έπρεπε να λάβει υπόψη, διότι αφενός μεν δεν ήσαν δημόσια, αφετέρου δεν έφεραν ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, προκειμένου να δεχθεί, ότι "ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής από την οποία έπασχε". Ο ανωτέρω λόγος, είναι απαράδεκτος, διότι, πλην της αοριστίας του, εφόσον δεν γίνεται επίκληση των συγκεκριμένων εγγράφων που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη (καίτοι λαμβάνονται υπόψη και τα ανυπόγραφα και τα μη δημόσια έγγραφα-ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014), τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της προκείμενης δίκης, εφόσον η σχετική πλεοναστική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την λήψη φαρμακευτικής αγωγής της αναιρεσείουσας, δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του, αλλά συνδέεται με τους λόγους κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της προκείμενης δίκης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιό της που αφορά στην από τη διάταξη του άρθρου 13β της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης ένσταση, ενώ παρέλκει η έρευνα του υπό στοιχείο 3Β τρίτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης, που αναφέρεται στο εν λόγω κεφάλαιο και να παραπεμφθεί, κατά τούτο, η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας συμψηφιζομένων αυτών κατά τα λοιπά, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, εν μέρει, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο, την 146/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει, κατά τούτο, την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαϊου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Σ.

 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...